δουλότροπος: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(a)
 
(9)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0662.png Seite 662]] = [[δουλογνώμων]], Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0662.png Seite 662]] = [[δουλογνώμων]], Sp.
}}
{{ls
|lstext='''δουλότροπος''': -ον, ὁ ἔχων ἤθη, τρόπους δούλου, Γρ. Νύσσ. 3, 254.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[servil]] σκευωρία Ast.Am.<i>Hom</i>.14.10.6.
}}
{{grml
|mltxt=[[δουλότροπος]], -ον (AM)<br />αυτός ο [[οποίος]] έχει τρόπους ή χαρακτήρα δούλου.
}}
}}

Latest revision as of 07:05, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 662] = δουλογνώμων, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δουλότροπος: -ον, ὁ ἔχων ἤθη, τρόπους δούλου, Γρ. Νύσσ. 3, 254.

Spanish (DGE)

-ον servil σκευωρία Ast.Am.Hom.14.10.6.

Greek Monolingual

δουλότροπος, -ον (AM)
αυτός ο οποίος έχει τρόπους ή χαρακτήρα δούλου.