προσκυνήσιμος: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(b)
 
(35)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0771.png Seite 771]] verehrungs-, anbetungswürdig, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0771.png Seite 771]] verehrungs-, anbetungswürdig, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''προσκῠνήσιμος''': -ον, [[προσκυνήσιμος]] [[ἡμέρα]] τοῦ τιμίου σταυροῦ, καθ’ ἣν πρέπει νὰ προσκυνήσωμεν τὸν τίμιον σταυρόν, Ἰω. Χρυσ. τ. 5, σ. 877. 41.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[προσκύνησις]]<br />ο [[άξιος]] προσκύνησης, ο [[άξιος]] λατρείας.
}}
}}

Latest revision as of 12:23, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 771] verehrungs-, anbetungswürdig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσκῠνήσιμος: -ον, προσκυνήσιμος ἡμέρα τοῦ τιμίου σταυροῦ, καθ’ ἣν πρέπει νὰ προσκυνήσωμεν τὸν τίμιον σταυρόν, Ἰω. Χρυσ. τ. 5, σ. 877. 41.

Greek Monolingual

-ον, Α προσκύνησις
ο άξιος προσκύνησης, ο άξιος λατρείας.