κατεπαγγέλλομαι: Difference between revisions

m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2, $3 :")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katepaggellomai
|Transliteration C=katepaggellomai
|Beta Code=katepagge/llomai
|Beta Code=katepagge/llomai
|Definition=Med. with pf. Pass., [[make promises]] or [[engagements]], τινι with one, <span class="bibl">D.32.11</span>; τὸ παρὸν λυμαινόμενος, τὸ δὲ μέλλον κ. <span class="bibl">Aeschin.3.223</span>; [[promise]], c.acc., τινὶ τιμήν <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>8.14.4</span>; <b class="b3">κ. τῇ φιλίᾳ τὴν πολιτείαν</b> [[devote]] it to... Plu. 2.807b: c. pres. inf., τέχνας -όμενος διδάσκειν <span class="bibl">Aeschin.1.117</span>, cf. <span class="bibl">Ph. 2.316</span>: c. fut. inf., κ. πρός τινας λήσειν <span class="bibl">Aeschin.1.173</span>; προκαταλήψεσθαι τὰς παρόδους <span class="bibl">D.S.11.4</span>: abs., μέχρι τοῦ -αγγείλασθαι Phld. <span class="title">Rh.</span>2.3 S.:—Pass., ἡ -ομένη ζημία <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>6.5.3</span>.
|Definition=Med. with pf. Pass., [[make promises]] or [[engagements]], τινι with one, D.32.11; τὸ παρὸν λυμαινόμενος, τὸ δὲ μέλλον κ. Aeschin.3.223; [[promise]], c.acc., τινὶ τιμήν J.''AJ''8.14.4; <b class="b3">κ. τῇ φιλίᾳ τὴν πολιτείαν</b> [[devote]] it to... Plu. 2.807b: c. pres. inf., τέχνας -όμενος διδάσκειν Aeschin.1.117, cf. Ph. 2.316: c. fut. inf., κ. πρός τινας λήσειν Aeschin.1.173; προκαταλήψεσθαι τὰς παρόδους [[Diodorus Siculus|D.S.]]11.4: abs., μέχρι τοῦ -αγγείλασθαι Phld. ''Rh.''2.3 S.:—Pass., ἡ -ομένη ζημία J.''AJ''6.5.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κατεπαγγελοῦμαι, <i>pf.</i> κατεπήγγελμαι;<br /><b>1</b> [[promettre expressément]];<br /><b>2</b> [[consacrer]], [[dévouer]] : [[τῇ]] φιλίᾳ τὴν πολιτείαν PLUT sa vie politique à l'amitié.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐπαγγέλλω]].
|btext=<i>f.</i> κατεπαγγελοῦμαι, <i>pf.</i> κατεπήγγελμαι;<br /><b>1</b> [[promettre expressément]];<br /><b>2</b> [[consacrer]], [[dévouer]] : τῇ φιλίᾳ τὴν πολιτείαν PLUT sa vie politique à l'amitié.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐπαγγέλλω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 07:30, 27 March 2024

English (LSJ)

Med. with pf. Pass., make promises or engagements, τινι with one, D.32.11; τὸ παρὸν λυμαινόμενος, τὸ δὲ μέλλον κ. Aeschin.3.223; promise, c.acc., τινὶ τιμήν J.AJ8.14.4; κ. τῇ φιλίᾳ τὴν πολιτείαν devote it to... Plu. 2.807b: c. pres. inf., τέχνας -όμενος διδάσκειν Aeschin.1.117, cf. Ph. 2.316: c. fut. inf., κ. πρός τινας λήσειν Aeschin.1.173; προκαταλήψεσθαι τὰς παρόδους D.S.11.4: abs., μέχρι τοῦ -αγγείλασθαι Phld. Rh.2.3 S.:—Pass., ἡ -ομένη ζημία J.AJ6.5.3.

German (Pape)

[Seite 1395] med. (act. nur Suid.), zusagen, versprechen; κατεπήγγελται τουτῳΐ, er hat diesem seine Hülfe versprochen, Dem. 32, 11; κατεπαγγελλόμενος τὰς τέχνας διδάσκειν Aesch. 1, 117; πρός τινα 1, 173, öfter; προκαταλήψεσθαι τὰς παρόδους D. Sic. 11, 4; τῇ φιλίᾳ τὴν πολιτείαν, d. i. seine Politik der Freundschaft, dem Nutzen der Freunde widmen, Plut. reip. ger. pr. 13.

French (Bailly abrégé)

f. κατεπαγγελοῦμαι, pf. κατεπήγγελμαι;
1 promettre expressément;
2 consacrer, dévouer : τῇ φιλίᾳ τὴν πολιτείαν PLUT sa vie politique à l'amitié.
Étymologie: κατά, ἐπαγγέλλω.

Russian (Dvoretsky)

κατεπαγγέλλομαι: (pf. κατεπήγγελμαι)
1 давать обещание, обещать (τι τινι Dem. и τι πρός τινα Aeschin.; ποιεῖν τι Aeschin., Diod.);
2 посвящать (τὴν πολιτείαν τινί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κατεπαγγέλλομαι: μέσ., πρκμ. κατεπήγγελμαι: ἀόριστ. κατεπηγγειλάμην, δίδω ὑποσχέσεις μεγάλας, ὑπερβολικὰ δίδω, πολλὰ ὑπισχνοῦμαι, τινι, πρός τινα, Δημ. 885. 12· κατ. πρὸς αὐτούς, ἐργολαβῶν…, Αἰσχίν. 24. 37· τὸ παρὸν λυμαινόμενος, τὸ δὲ μέλλον κατ., θαυμάσιά τινα ὑπισχνούμενος, ὁ αὐτ. 85. 35· οὐδὲ οὗτος ὀρθῶς κατεπαγγελλόμενος τῇ φιλίᾳ τὴν πολιτείαν, ὅστις ὑπισχνεῖτο ὅλην τὴν πολιτικήν του εἰς τὴν ὠφέλειαν τῶν φίλων, ἀφιέρωνε τὰ πάντα εἰς τοὺς φίλους, Πλούτ. 2. 807Β· μετ’ ἀπαρεμφ., κατεπαγγελλόμενος διδάσκειν Αἰσχίν. 16. 32 λήσειν ὁ αὐτ. 24. 37 (ἴδε ἀνωτ.)· προκαταλήψεσθαι Διόδ. 11. 4·- ὁ Σουΐδ. μνημονεύει καὶ τοῦ ἐνεργ. κατεπαγγέλλω τινί.

Greek Monolingual

κατεπαγγέλλομαι (Α)
1. υπόσχομαι πολλά ή υπερβολικά ή αναλαμβάνω υποχρεώσεις, δίνω μεγάλες υποσχέσεις («τὸ παρὸν λυμαινόμενος, τὸ δὲ μέλλον κατεπαγγελλόμενος», Αισχίν.)
2. διαβεβαιώνω κάποιον για κάτιοὗτος ὀρθῶς κατεπαγγελλόμενος τῇ φιλίᾳ τὴν πολιτείαν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐπ-αγγέλλομαι «δίνω υπόσχεση»].

Middle Liddell

Mid. with perf. pass. -επήγγελμαι
to make promises or engagements, τινι with one, Dem.; πρός τινα Aeschin.