υπόσχομαι

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

Ν
(διαλ. τ.) υπόσχομαι.
ὑπόσχομαι ΝΜ
βεβαίνω ότι θα κάνω κάτι, αναλαμβάνω την υποχρέωση να κάνω κάτι, δίνω υπόσχεση, τάζω (α. «υποσχέθηκε να μέ βοηθήσει» β. «ύπίσχετο ἀνδρὶ ἑκάστω», Ηρόδ.
γ. «ὅσσα τοι... ὑπέσχετο δῶρα», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. παρέχω ελπίδες («οι σπουδές του υπόσχονται καλή απόδοση»)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) βλ. υπεσχημένος
3. φρ. «υπόσχεται λαγούς με πετραχείλια» — υπόσχεται πράγματα ανέφικτα
4. παροιμ. «όποιος 'πόσχεται βιαζούμενος μετανιώνει ανασούμενος» — όποιος δίνει βιαστικές υποσχέσεις, χωρίς προηγουμένως να σκεφθεί, μετανιώνει πικρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὑπόσχομαι έχει σχηματιστεί από την υποτ. του αορ. ἵνα ὑπόσχωμαι του αρχ. ρ. ὑπισχνοῦμαι (βλ. λ. ὑπισχνοῦμαι)].