ἀπογαλακτίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apogalaktizo
|Transliteration C=apogalaktizo
|Beta Code=a)pogalakti/zw
|Beta Code=a)pogalakti/zw
|Definition=[[wean from the mother's milk]], <span class="bibl">Diph.74</span>, <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Ge.</span>21.8</span>, <span class="bibl">Sor.1.116</span>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>37i22</span> (i A. D.), <span class="bibl"><span class="title">PLips.</span>31.20</span> (ii A.D.).
|Definition=[[wean from the mother's milk]], Diph.74, [[LXX]] ''Ge.''21.8, Sor.1.116, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''37i22 (i A. D.), ''PLips.''31.20 (ii A.D.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπογᾰλακτίζω Medium diacritics: ἀπογαλακτίζω Low diacritics: απογαλακτίζω Capitals: ΑΠΟΓΑΛΑΚΤΙΖΩ
Transliteration A: apogalaktízō Transliteration B: apogalaktizō Transliteration C: apogalaktizo Beta Code: a)pogalakti/zw

English (LSJ)

wean from the mother's milk, Diph.74, LXX Ge.21.8, Sor.1.116, POxy.37i22 (i A. D.), PLips.31.20 (ii A.D.).

Spanish (DGE)

tr. destetar ὥσπερ τὰ παιδί' αὑτὸν ἀπογαλακτιεῖ Diph.74.3, ἀπεγαλάκ[τισά] μου τὸ [π] αιδίον POxy.37.1.22 (I d.C.), τὸ βρέφος Sor.86.28, en v. pas. ηὐξήθη τὸ παιδίον καὶ ἀπεγαλακτίσθη LXX Ge.21.8, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένον ἐπὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ LXX Ps.130.2, αἷγας μικροὺς ἀπαγεγαλαχτισμένους PStras.30.11 (III d.C.), οἱ ἀπογεγαλακτισμένοι ἀπὸ γάλακτος los recién destetados LXX Is.28.9, cf. Aët.4.28, PLips.31.20 (II d.C.), Et.Gen.1064
fig. ἀπογαλακτισθέντες ἀπὸ νομικοῦ γάλακτος Eus.M.24.288D, ἐκκλησία τοὺς ἑαυτῆς τροφίμους ... ἀπογαλακτίσασα ... τῶν λόγων τῆς κατηχήσεως Basil.M.31.425A, cf. Procop.Gaz.M.87.384B.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπογᾰλακτίζω: μέλλ. β΄, ἀπογαλακτιῶ, ἀποκόπτω τὸ βρέφος ἀπὸ τοῦ θηλάζειν, δὲν τὸ ἀφίνω πλέον νὰ θηλάζῃ, τὸ «ἀποκόβω» Δίφιλ. ἐν «Συνωρίδι» 2: - Ἐντεῦθεν ῥηματ. ἐπίθ., -κτιστέον, δεῖ ἀπογαλακτίζειν, «πότε καὶ πῶς ἀπογαλακτιστέον τὸ βρέφος» Σωραν. π. Γυναικ. Παθ. σ. 199, 1: - καὶ οὐσιαστ. -ισμός, ὁ, Ἱππ. σ. 267, 39, ἢ -κτισις, εως, ἡ, Θεοδ. Στουδ.

Greek Monolingual

κ. -χτίζω (AM ἀπογαλακτίζω)
παύω να τρέφω το βρέφος με μητρικό γάλα, το αποκόβω από τον θηλασμό.

German (Pape)

(γάλα), von der Muttermilch entwöhnen, ἀπογαλακτιεῖ Diphil. bei Ath. VI.247c.