προεξέδρα: Difference between revisions

m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proeksedra
|Transliteration C=proeksedra
|Beta Code=proece/dra
|Beta Code=proece/dra
|Definition=Ion. [[προεξέδρη]], ἡ, [[chair of state]], <span class="bibl">Hdt.7.44</span>, <span class="bibl">Poll.9.46</span>.
|Definition=Ion. [[προεξέδρη]], ἡ, [[chair of state]], [[Herodotus|Hdt.]]7.44, Poll.9.46.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προεξέδρα:''' ион. [[προεξέδρη]] ἡ высокое седалище, трон (π. λίθου λευκοῦ Her.).
|elrutext='''προεξέδρα:''' ион. [[προεξέδρη]] ἡ [[высокое седалище]], [[трон]] (π. λίθου λευκοῦ Her.).
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 12:08, 4 September 2023

English (LSJ)

Ion. προεξέδρη, ἡ, chair of state, Hdt.7.44, Poll.9.46.

German (Pape)

[Seite 720] ἡ, ein besonderer, von andern abgesonderter Sitz, Sessel, Her. 7, 44. 48. Bei Poll. 9, 46 = ἐξέδρα, Gallerie.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
siège élevé au-dessus des autres.
Étymologie: πρό, ἐξέδρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εξέδρᾱ -ας, ἡ, Ion. προεξέδρη, erezetel.

Russian (Dvoretsky)

προεξέδρα: ион. προεξέδρηвысокое седалище, трон (π. λίθου λευκοῦ Her.).

Greek Monolingual

και κυρίως ο ιων. τ. προεξέδρη, ἡ, Α ἐξέδρα
χωριστό, υψηλό κάθισμα, επίσημος θρόνος («προεπεποίητο γὰρ ἐπὶ κολωνοῦ ἐπίτηδες αὐτοῦ ταύτη προεξέδρη λίθου λευκοῦ», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

προεξέδρα: Ιων. -η, ἡ, επίσημος θρόνος, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

προεξέδρα: Ἰων. -η, ἡ, ἕδρα, θρόνος ἐπίσημος, Ἡρόδ. 7. 44, Πολυδ. Θ΄, 49· πρβλ. προεδρία 2.

Middle Liddell

προ-εξέδρα, Ionic -η, ἡ,
a chair of state, Hdt.