δυσκολοϋπόφερτος: Difference between revisions

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315
m (Text replacement - "Icelandic: óþolandi; Norwegian Bokmål: uutholdelig;" to "Icelandic: óþolandi; Latin: intolerabilis; Norwegian Bokmål: uutholdelig;")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "Latin: intolerabilis;" to "Latin: intolerabilis, intolerandus;")
 
Line 1: Line 1:
{{trml
{{trml
|trtx====[[intolerable]]===
|trtx====[[intolerable]]===
Azerbaijani: dözülməz; Belarusian: нязносны, невыносны, нясцерпны; Bulgarian: нетърпим; Catalan: intolerable; Chinese Mandarin: 难以忍受的,難以忍受的/难以忍受的,难以忍受的; Esperanto: netolerebla; Finnish: sietämätön; French: [[intolérable]]; Galician: intolerable; German: [[unerträglich]];  Greek: [[αβάσταγος]], [[αβάσταχτος]], [[ανταγιάντιστος]], [[ανυπόφερτος]], [[ανυπόφορος]], [[απάλευτος]], [[ασήκωτος]], [[αφόρητος]], [[δεν αντέχεται]], [[δεν τρώγεται]], [[δυσβάστακτος]], [[δυσβάσταχτος]], [[δυσκολοβάσταχτος]], [[δυσκολοϋπόφερτος]]; Ancient Greek: [[ἀβάστακτος]], [[ἄβιος]], [[ἀβίωτος]], [[ἀκαταφόρητος]], [[ἀνυπομόνητος]], [[ἀνυπότλητος]], [[ἀνυπόφορος]], [[ἀπρόϊτος]], [[ἀστεργής]], [[ἄτλατος]], [[ἄτλητος]], [[ἄφερτος]], [[ἀφόρητος]], [[βαρύτλητος]], [[βαρύτλατος]], [[δυσανάσχετος]], [[δυσβάστακτος]], [[δυσέκδεκτος]], [[δυσκόμιστος]], [[δύσλοφος]], [[δύσοιστος]], [[δυσύποιστος]], [[δυσυπομένητος]], [[δυσυπομόνητος]], [[δυσφερής]], [[δύσφορος]], [[οὐ τλητός]], [[οὐ φορητός]], [[οὐκ ἀνασχετός]], [[οὐκ ἀνεκτός]], [[οὐχ ὑποστατός]], [[πάνδεινος]]; Icelandic: óþolandi; Latin: [[intolerabilis]]; Norwegian Bokmål: uutholdelig; Polish: nieznośny; Portuguese: [[intolerável]]; Russian: [[невыносимый]], [[нестерпимый]], [[несносный]]; Spanish: [[intolerable]]; Thai: เหลืออด, เหลือทน, สุดจะทน; Tocharian B: ekalätte; Ukrainian: незносний, нестерпний; Urdu: ناقابِلِ بَرْداشْت‎
Azerbaijani: dözülməz; Belarusian: нязносны, невыносны, нясцерпны; Bulgarian: нетърпим; Catalan: intolerable; Chinese Mandarin: 难以忍受的,難以忍受的/难以忍受的,难以忍受的; Esperanto: netolerebla; Finnish: sietämätön; French: [[intolérable]]; Galician: intolerable; German: [[unerträglich]];  Greek: [[αβάσταγος]], [[αβάσταχτος]], [[ανταγιάντιστος]], [[ανυπόφερτος]], [[ανυπόφορος]], [[απάλευτος]], [[ασήκωτος]], [[αφόρητος]], [[δεν αντέχεται]], [[δεν τρώγεται]], [[δυσβάστακτος]], [[δυσβάσταχτος]], [[δυσκολοβάσταχτος]], [[δυσκολοϋπόφερτος]]; Ancient Greek: [[ἀβάστακτος]], [[ἄβιος]], [[ἀβίωτος]], [[ἀκαταφόρητος]], [[ἀνυπομόνητος]], [[ἀνυπότλητος]], [[ἀνυπόφορος]], [[ἀπρόϊτος]], [[ἀστεργής]], [[ἄτλατος]], [[ἄτλητος]], [[ἄφερτος]], [[ἀφόρητος]], [[βαρύτλητος]], [[βαρύτλατος]], [[δυσανάσχετος]], [[δυσβάστακτος]], [[δυσέκδεκτος]], [[δυσκόμιστος]], [[δύσλοφος]], [[δύσοιστος]], [[δυσύποιστος]], [[δυσυπομένητος]], [[δυσυπομόνητος]], [[δυσφερής]], [[δύσφορος]], [[οὐ τλητός]], [[οὐ φορητός]], [[οὐκ ἀνασχετός]], [[οὐκ ἀνεκτός]], [[οὐχ ὑποστατός]], [[πάνδεινος]]; Icelandic: óþolandi; Latin: [[intolerabilis]], [[intolerandus]]; Norwegian Bokmål: uutholdelig; Polish: nieznośny; Portuguese: [[intolerável]]; Russian: [[невыносимый]], [[нестерпимый]], [[несносный]]; Spanish: [[intolerable]]; Thai: เหลืออด, เหลือทน, สุดจะทน; Tocharian B: ekalätte; Ukrainian: незносний, нестерпний; Urdu: ناقابِلِ بَرْداشْت‎
}}
}}

Latest revision as of 20:52, 4 March 2023

Translations

intolerable

Azerbaijani: dözülməz; Belarusian: нязносны, невыносны, нясцерпны; Bulgarian: нетърпим; Catalan: intolerable; Chinese Mandarin: 难以忍受的,難以忍受的/难以忍受的,难以忍受的; Esperanto: netolerebla; Finnish: sietämätön; French: intolérable; Galician: intolerable; German: unerträglich; Greek: αβάσταγος, αβάσταχτος, ανταγιάντιστος, ανυπόφερτος, ανυπόφορος, απάλευτος, ασήκωτος, αφόρητος, δεν αντέχεται, δεν τρώγεται, δυσβάστακτος, δυσβάσταχτος, δυσκολοβάσταχτος, δυσκολοϋπόφερτος; Ancient Greek: ἀβάστακτος, ἄβιος, ἀβίωτος, ἀκαταφόρητος, ἀνυπομόνητος, ἀνυπότλητος, ἀνυπόφορος, ἀπρόϊτος, ἀστεργής, ἄτλατος, ἄτλητος, ἄφερτος, ἀφόρητος, βαρύτλητος, βαρύτλατος, δυσανάσχετος, δυσβάστακτος, δυσέκδεκτος, δυσκόμιστος, δύσλοφος, δύσοιστος, δυσύποιστος, δυσυπομένητος, δυσυπομόνητος, δυσφερής, δύσφορος, οὐ τλητός, οὐ φορητός, οὐκ ἀνασχετός, οὐκ ἀνεκτός, οὐχ ὑποστατός, πάνδεινος; Icelandic: óþolandi; Latin: intolerabilis, intolerandus; Norwegian Bokmål: uutholdelig; Polish: nieznośny; Portuguese: intolerável; Russian: невыносимый, нестерпимый, несносный; Spanish: intolerable; Thai: เหลืออด, เหลือทน, สุดจะทน; Tocharian B: ekalätte; Ukrainian: незносний, нестерпний; Urdu: ناقابِلِ بَرْداشْت‎