δυσύποιστος
Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist
English (LSJ)
δυσύποιστον, hard to endure, AP5.162 (Mel.), J.AJ15.7.1; hard to carry, βάρος Archig. ap. Aët.13.120.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de sobrellevar, insoportable ὁ μετ' αὐτοῦ βίος I.AI 15.208
•del dolor inaguantable Gal.19.429, cf. Sud.s.u. δύσφορα.
2 adv. δυσυποίστως = de forma insoportable δυσυποίστως ἔχειν πρὸς τὸ καῦμα = no soportar el calor Agathin. en Orib.10.7.27.
German (Pape)
[Seite 689] schwer zu ertragen, Ios.; κέντρον Ἔρωτος Mal. 108 (V, 163).
Russian (Dvoretsky)
δυσύποιστος: трудно выносимый, мучительный (κέντρον ἔρωτος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσύποιστος: -ον, δυσκόλως ὑποφερόμενος, κέντρον Ἔρωτος Ἀνθ. Π. 5. 163.
Greek Monolingual
δυσύποιστος, -ον (Α)
αυτός που δεν υποφέρεται εύκολα.
Translations
intolerable
Azerbaijani: dözülməz; Belarusian: нязносны, невыносны, нясцерпны; Bulgarian: нетърпим; Catalan: intolerable; Chinese Mandarin: 难以忍受的,難以忍受的/难以忍受的,难以忍受的; Esperanto: netolerebla; Finnish: sietämätön; French: intolérable; Galician: intolerable; German: unerträglich; Greek: αβάσταγος, αβάσταχτος, ανταγιάντιστος, ανυπόφερτος, ανυπόφορος, απάλευτος, ασήκωτος, αφόρητος, δεν αντέχεται, δεν τρώγεται, δυσβάστακτος, δυσβάσταχτος, δυσκολοβάσταχτος, δυσκολοϋπόφερτος; Ancient Greek: ἀβάστακτος, ἄβιος, ἀβίωτος, ἀκαταφόρητος, ἀνυπομόνητος, ἀνυπότλητος, ἀνυπόφορος, ἀπρόϊτος, ἀστεργής, ἄτλατος, ἄτλητος, ἄφερτος, ἀφόρητος, βαρύτλητος, βαρύτλατος, δυσανάσχετος, δυσβάστακτος, δυσέκδεκτος, δυσκόμιστος, δύσλοφος, δύσοιστος, δυσύποιστος, δυσυπομένητος, δυσυπομόνητος, δυσφερής, δύσφορος, οὐ τλητός, οὐ φορητός, οὐκ ἀνασχετός, οὐκ ἀνεκτός, οὐχ ὑποστατός, πάνδεινος; Icelandic: óþolandi; Latin: intolerabilis, intolerandus; Norwegian Bokmål: uutholdelig; Polish: nieznośny; Portuguese: intolerável; Russian: невыносимый, нестерпимый, несносный; Spanish: intolerable; Thai: เหลืออด, เหลือทน, สุดจะทน; Tocharian B: ekalätte; Ukrainian: незносний, нестерпний; Urdu: ناقابِلِ بَرْداشْت