νεοσχιδής: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neoschidis | |Transliteration C=neoschidis | ||
|Beta Code=neosxidh/s | |Beta Code=neosxidh/s | ||
|Definition= | |Definition=νεοσχιδές, [[just split]] or [[cloven]], ὄρος [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 45.307. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:28, 25 August 2023
English (LSJ)
νεοσχιδές, just split or cloven, ὄρος Nonn. D. 45.307.
German (Pape)
[Seite 245] ές, eben erst gespalten, Nonn. 45, 307.
Greek (Liddell-Scott)
νεοσχιδής: -ές, ὁ πρὸ μικροῦ σχισθείς, ὄρος Νόνν. Δ. 25. 307.
Greek Monolingual
νεοσχιδής, -ές (Α)
αυτός που σχίστηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -σχιδής (< σχίδος < θ. σχιδ- του σχίζω), πρβλ. ακροσχιδής, πολυσχιδής].