μεταρσιολέσχης: Difference between revisions

m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metarsioleschis
|Transliteration C=metarsioleschis
|Beta Code=metarsiole/sxhs
|Beta Code=metarsiole/sxhs
|Definition=ου, ὁ, = [[μετεωρολέσχης]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sis.</span>389a</span>.
|Definition=μεταρσιολέσχου, ὁ, = [[μετεωρολέσχης]], Pl.''Sis.''389a.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μεταρσιολέσχης:''' ου ὁ болтающий о возвышенном, небесном Plat.
|elrutext='''μεταρσιολέσχης:''' ου ὁ [[болтающий о возвышенном]], [[небесном]] Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 12:03, 25 August 2023

English (LSJ)

μεταρσιολέσχου, ὁ, = μετεωρολέσχης, Pl.Sis.389a.

German (Pape)

[Seite 153] ὁ, = μετεωρολέσχης, der über Erhabenes, über himmlische Dinge schwatzt, Plat. Sis. 389 a.

Russian (Dvoretsky)

μεταρσιολέσχης: ου ὁ болтающий о возвышенном, небесном Plat.

Greek (Liddell-Scott)

μεταρσιολέσχης: -ου, ὁ, = μετεωρολέσχης, Πλάτ. Σίσυφ. 389Α.

Greek Monolingual

μεταρσιολέσχης, ὁ (Α)
αυτός που αερολογεί σχετικά με τα υψηλά και ουράνια θέματα, ο μετεωρολέσχης («τοὺς μεταρσιολέσχας ἅπαντας οἶσθα ζητοῦντας, πότερον ἄπειρός ἐστιν ἤ πέρας ἔχων», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετάρσιος «ασταθής, μάταιος» + -λεσχης (< λέσχη «τόπος συνάθροισης, συζήτηση»), πρβλ. αδολέσχης, μετεωρολέσχης].