παρθενίας: Difference between revisions

m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (Text replacement - "Arist. ''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parthenias
|Transliteration C=parthenias
|Beta Code=parqeni/as
|Beta Code=parqeni/as
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[son of a concubine]]: <b class="b3">οἱ Π</b>. the youths born at Sparta during the Messenian War, <span class="bibl">Arist. <span class="title">Pol.</span>1306b29</span>, <span class="bibl">Str.6.3.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[ἀβυρτακῶδες πέμμα]], Hsch.</span>
|Definition=-ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[son of a concubine]]: <b class="b3">οἱ Παρθενίαι</b> the youths born at Sparta during the Messenian War, [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1306b29, Str.6.3.2.<br><span class="bld">II</span> = [[ἀβυρτακῶδες πέμμα]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0521.png Seite 521]] ὁ, Jungfernsohn, Poll. 3, 31; vgl. Arist. pol. 5, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0521.png Seite 521]] ὁ, [[Jungfernsohn]], Poll. 3, 31; vgl. Arist. pol. 5, 7.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παρθενίᾱς -ου, ὁ [παρθένος] [[kind van een ongehuwde moeder]].
|elnltext=παρθενίᾱς -ου, ὁ [παρθένος] [[kind van een ongehuwde moeder]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 17:26, 21 November 2024

English (LSJ)

-ου, ὁ,
A son of a concubine: οἱ Παρθενίαι the youths born at Sparta during the Messenian War, Arist.Pol.1306b29, Str.6.3.2.
II = ἀβυρτακῶδες πέμμα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 521] ὁ, Jungfernsohn, Poll. 3, 31; vgl. Arist. pol. 5, 7.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
enfant né d'une femme non mariée.
Étymologie: παρθένος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρθενίᾱς -ου, ὁ [παρθένος] kind van een ongehuwde moeder.

Russian (Dvoretsky)

παρθενίας: ου ὁ сын девушки Arst.

Greek (Liddell-Scott)

παρθενίας: -ου, ὁ, ὁ υἱὸς παλλακῆς, ὡς τὸ σκότιος, λέξις μὴ περιέχουσα ἔννοιαν ὀνειδισμοῦ, οἱ Παρθενίαι, οἱ νεανίαι οἱ γεννηθέντες ποτὲ ἐν Σπάρτῃ διαρκοῦντος τοῦ Μεσσηνιακοῦ πολέμου, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 2, Στράβ. 278 κἑξ.˙ πρβλ. Muller D. r. 4. 4, § 2, καὶ πρβλ. ἐπεύνακτοι. ΙΙ. εἶδος πλακοῦντος, «παρθενίας˙ ἀβυρτακῶδές τι πέμμα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ου, ὁ, Α
1. γιος παλλακίδας, πόρνης
2. στον πληθ. οί παρθενίαι
ιδιαίτερη τάξη πολιτών στη Σπάρτη που προέρχονταν από μικτούς γάμους γνήσιων Σπαρτιατών με δούλες ή γυναίκες περιοίκων και οι οποίοι εμφανίζονται μετά τον Πρώτο Μεσσηνιακό Πόλεμο
3. (κατά τον Ησύχ.) είδος πλακούντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + κατάλ. -ίας (πρβλ. καπνίας)].

Greek Monotonic

παρθενίας: -ου, ὁ (παρθένος), γιος παλλακίδας· Παρθένιαι, νέοι που γεννήθηκαν στη Σπάρτη κατά τη διάρκεια του Μεσσηνιακού πολέμου, σε Αριστ.