σκότιος

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκότιος Medium diacritics: σκότιος Low diacritics: σκότιος Capitals: ΣΚΟΤΙΟΣ
Transliteration A: skótios Transliteration B: skotios Transliteration C: skotios Beta Code: sko/tios

English (LSJ)

σκοτία, σκότιον, also σκότιος, σκότιον E.Alc.125 (lyr.), J.AJ19.7.1:—
A dark,
I of persons, in the dark, in secret, secret, σκότιον δέ ἑ γείνατο μήτηρ, i.e. not in open, lawful wedlock, Il.6.24; so prob. καὶ θεῶν σκότιοι φθίνουσι παῖδες ἐν θανάτῳ (the Sch. expl. it οἱ μὴ γνήσιοι ὄντες τῶν θεῶν παῖδες), E.Alc.989 (lyr.); also σκοτίαι εὐναί = clandestine loves, Id.Ion 860 (lyr.); σκότιον λέχος = spouse in a furtive marriage, opp. a wedded wife, Id.Tr.44; λέκτρων σκότια νυμφευτήρια ib.252; λέχη σ. νυμφεύειν Eub.67.1; σ. Κύπρις AP7.51 (Adaeus): rare in Prose, παῖς σκότιος = bastard, Charax 6, cf. Hsch.: metaph., γνώμη σκοτίη = false knowledge, of sense-perception, opp. γνησίη, Democr.11.
2 in Crete the boys were called σκότιοι, because they lived in the women's apartment, Sch.E.Alc.988.
II of things, dark, νύξ E.Hec.68 (anap.), Alc.269 (lyr.), etc.; θάλαμοι Id.Ph. 1541 (lyr.); ἕδραι, of the nether world, Id.Alc.125 (lyr.).
2 metaph., dark, obscure, of dithyrambs, Ar.Av.1389. Adv. σκοτίως = obscurely, μηνύειν, opp. τηλαυγῶς, Ph.1.659.

German (Pape)

[Seite 905] finster, dunkel; ὦ σκοτία νύξ, Eur. Hec. 68; ἕδραι, Alc. 123; εἱρκταί, Bacch. 549; – bes. was im Dunkeln lebt, was im Dunkeln, Verborgenen geschieht, heimlich, σκότιον δέ ἑ γείνατο μήτηρ, heimlich gebar ihn die Mutter, Il. 6, 34; u. so θεῶν σκότιοι παῖδες Eur. Alc. 992, u. sonst σκότιοι παῖδες, außer der Ehe gezeugte Kinder (καὶ ἀνέγγυος Plut. Thes. 2); σκότιον λέχος, Troad. 44; σκοτίας εὐνάς, Ion 860; σκότια νυμφευτήρια, Troad. 252; σκοτία Κύπρις, heimlicher, außerordentlicher Liebesgenuß, Add. 8 (VII, 51); – vom Ausdrucke, dunkel, Ar. Av. 1389; γνῶσις, ἡ διὰ τῶν αἰσθήσεων, Democrit. bei S. Emp. adv. log. 1, 138. – Bei den Kretern hießen die Knaben vor erlangter Mannbarkeit σκότιοι, weil sie bis dahin im Dunkel des elterlichen Hauses lebten und dann erst in das Licht des öffentlichen Lebens hervortraten, Schol. Eur. Alc. 992.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
I. ténébreux, sombre, obscur;
II. qui est, vit ou se fait dans l'obscurité :
1 qui se trouve dans les ténèbres ; particul. dans les ténèbres des enfers;
2 furtif, secret, clandestin ; illégitime.
Étymologie: σκότος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκότιος -α -ον [σκότος] acc. plur. -ους Eur. Alc. 125 donker, duister, vaak pred.: σκότιοι φθίνουσι... ἐν θανάτῳ (zij) verdwijnen duister in de dood (d.w.z. zij verdwijnen in het duister van de dood) Eur. Alc. 989. overdr. voor wat het daglicht niet verdraagt: (in het) geheim, clandestien, onecht:; σκότιον δέ ἑ γείνατο μήτηρ zijn moeder baarde hem in het geheim (als buitenechtelijk kind) Il. 6.24; van liefdesrelaties onwettelijk:; γαμεῖ … σκότιον … λέχος hij (Agamemnon) zal haar (Cassandra) tot zijn vrouw nemen in een onofficieel huwelijksbed Eur. Tr. 44; van personen onwettelijk, bastaard:; ἄμφω … σκοτίω γενόμενοι beiden (Theseus en Romulus) geboren als bastaard Plut. Thes. 2.1; filos.. γνώμη σκοτίη onechte kennis Democr. B 11.

Russian (Dvoretsky)

σκότιος: 3, реже
1 темный (νύξ, εἱρκταί Eur.);
2 перен. темный, неясный, спутанный (γνῶσις Sext.);
3 тайный, скрытый (εὐναί Eur.): λέκτρων σκότια νυμφευτήρια Eur. незаконное сожительство;
4 совершающийся втайне, совершающий втайне: σκότιον δέ ἑ γείνατο μήτηρ Hom. тайно мать его родила; σκότιοι παῖδες: Eur., Plut. внебрачные дети.

Greek (Liddell-Scott)

σκότιος: -α, -ον, ὡσαύτως ον, ον, Εὐρ. Ἄλκ. 125, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 19, 7, 1· (σκότος)· - σκοτεινός. Ι. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἐν τῷ σκότει διατελῶν, σκοτεινός, μυστικός, σκότιον δέ ἑ γείνατο μήτηρ, δηλ. οὐχὶ ἐν φανερῷ, νομίμῳ γάμῳ, Ἰλ. Ζ. 24· οὕτω πιθανῶς, καὶ σκότιοι φθινύθουσι παῖδες ἐν θανάτῳ (ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει, οἱ μὴ γνήσιοι ὄντες τῶν θεῶν παῖδες) Εὐρ. Ἄλκ. 989· οὕτω καί, σκ. εὐναί, ἔρωτες μυστικοί, ἀπόκρυφοι, παράνομοι, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 860· γαμεῖ... σκ. λέχος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν νόμιμον σύζυγον, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 44· λέκτρων σκότια νυμφευτήρια αὐτόθι 252· λέχη σκότια νυμφεύειν Εὔβουλ. ἐν «Ναννίῳ» 1· σκ. Κύπρις Ἀνθ. Π. 7. 51· σπάνιον παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Χάραξ παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 508. 2) ἐν Κρήτῃ οἱ παῖδες ἐκαλοῦντο σκότιοι, ἐπειδὴ διέτριβον ἐν τῷ γυναικῶνι, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἄλκ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, σκοτεινός, μαῦρος, νὺξ Εὐρ. Ἑκ. 69, Ἄλκ. 269, κτλ.· θάλαμοι Εὐρ. Φοίν. 1542· ἐπὶ τοῦ κάτω κόσμου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 125. 2) μεταφορ., ὡς τὸ σκοτεινός, ἀσαφής, δύσκολος, ἀκατάληπτος, ἐπὶ διθυράμβων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1389· ἡ διὰ τῶν αἰσθήσεων κρίσις Δημόκρ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 138, Ἡσύχ. - Ἐπίρρ. -ίως, Βυζ.

English (Autenrieth)

in the dark, in secret, Il. 6.24†.

Spanish

sombrío

Greek Monolingual

-α, -ο / σκότιος, -ία, -ον, ΝΑ, και σκότιος, -ον, Α σκότος
σκοτεινός, μαύρος (α. «μέσ' στα σκότια γνέφη γέρνει και κοιμάται [ο ήλιος]», Γρυπ.
β. «ὦ σκοτία νύξ», Ευρ.)
νεοελλ.
μτφ. δόλιος, ύπουλος, κακόβουλος, καταχθόνιος (α. «σκότιες σκέψεις» β. «σκότιες ενέργειες»)
αρχ.
1. (για τον κάτω κόσμο) ερεβώδης («προλιποῦσ' ἦλθεν ἕδρας σκοτίας Ἅιδα τε πύλας», Ευρ.)
2. αυτός που γίνεται στο σκοτάδι, στα σκοτεινά, κρυφός, μυστικός, παράνομοςσκοτίας... εὐνάς» — κρυφούς, παράνομους έρωτες, Ευρ.)
3. (για πρόσ.) αυτός που γεννήθηκε από παράνομο έρωτα και όχι από νόμιμο γάμο (α. «σκότιον δὲ ἐγείνατο μήτηρ» — και κρυφά τον γέννησε η μάνα, Ομ. Ιλ.
β. «καὶ θεῶν σκότιοι φθίνουσι παῖδες ἐν θανάτῳ», Ευρ.)
4. μτφ. α) σκοτεινός, ασαφής, δυσνόητος, ακατάληπτος
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκότιον
σκότος, σκοτάδι
6. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ σκότιοι
(στην Κρήτη) τα παιδιά που έμεναν στον γυναικώνα.
επίρρ...
σκοτίως Α
1. κατά τρόπο σκότιο
2. ασαφώς, με τρόπο δυσνόητο («σκοτίως μηνύειν», Φίλ.).

Greek Monotonic

σκότιος: -α, -ον και -ος, -ον (σκότος), σκοτεινός·
I. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει στο σκοτάδι· σκότιον δέ ἑ γείνατο μήτηρ, δηλ. όχι με νόμιμο γάμο, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, σκότιοι παῖδες, σε Ευρ.· σκότιοι εὐναί, λαθραίοι έρωτες, στον ίδ. κ.λπ.
II. 1. λέγεται για πράγματα και τόπους, ο σκοτεινός, σε Ευρ.
2. μεταφ., όπως το σκοτεινός, ασαφής, συγκεχυμένος, δυσδιάκριτος, κρυφός, μυστικός, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

σκότιος, η, ον σκότος
dark,
I. of persons, in the dark, darkling, σκότιον δέ ἑ γείνατο μήτηρ, i. e. not in open wedlock, Il.; so, σκότιοι παῖδες Eur.; σκ. εὐναί clandestine Loves, Eur., etc.
II. of things and places, dark, Eur.
2. metaph., like σκοτεινός, dark, obscure, Ar.

English (Woodhouse)

clandestine, secret

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

-ον sombrío de Selene ἐνεύχομαί σοι, δαιδάλη καἰπή, ..., ἀλκίμη, πορφυρέη, σκοτείη a ti te suplico, astuta y arrogante, poderosa, purpúrea, sombría P IV 2270 χαῖρε, θεά, ... αἰωνία σκοτία τε te saludo, diosa, eterna y sombría P IV 2564 P IV 2855 del Demon Bueno τοῦ Ἀγαθοῦ Δαίμονος παντοκράτορος, τετραπροσώπου δαίμονος ὑψίστου, σκοτίου καὶ ψυχαγωγαίου del Demon Bueno todopoderoso, demon supremo de cuatro caras, sombrío y conductor de almas P XIV 9