ὁλόκνημος: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oloknimos | |Transliteration C=oloknimos | ||
|Beta Code=o(lo/knhmos | |Beta Code=o(lo/knhmos | ||
|Definition= | |Definition=ὁλόκνημον, [[with the whole shin]], <b class="b3">σκελὶς ὁ.</b> a ham [[containing the whole leg]], Pherecr.108.13. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:19, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁλόκνημον, with the whole shin, σκελὶς ὁ. a ham containing the whole leg, Pherecr.108.13.
German (Pape)
[Seite 325] mit dem ganzen Schienbein, σκελίδες, Schinken mit dem ganzen Schenkelknochen, Pherecrat. bei Ath. VI, 269 c; Poll. 2, 191.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλόκνημος: -ον, ὁ μεθ’ ὅλης τῆς κνήμης, σκελὶς ὁλόκνημος, περιέχουσα καὶ ὅλην τὴν κνήμην, Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 13.
Greek Monolingual
ὁλόκνημος, -ον (Α)
1. αυτός που καταλαμβάνει όλη την κνήμη («σκελίδες ὁλόκνημοι», Φερεκρ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁλόκνημοι
ὁλομελεῖς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + κνήμη (πρβλ. μονόκνημος)].