δεκασύλλαβος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(a)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0543.png Seite 543]] zehnsylbig, Hephaest.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0543.png Seite 543]] zehnsylbig, Hephaest.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />métr. subst. τὸ δ. [[decasílabo]] Ἀλκαϊκὸν δ. el decasílabo alcaico</i> cláusula de la estrofa alcaica, Heph.7.8, cf. Mar.Vict.126.18, 143.21, Ἀλκμαιώνειον δ. Sch.Pi.<i>O</i>.14T. (pero quizá l. Ἀλκαϊκόν, cf. ap. crít.).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δεκασύλλαβος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[δέκα]] συλλαβές («δεκασύλλαβη [[λέξη]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[δεκασύλλαβος]]<br />[[στίχος]] που αποτελείται από [[δέκα]] συλλαβές.
}}
{{elru
|elrutext='''δεκασύλλᾰβος:''' стих. десятисложный.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 14 January 2019

German (Pape)

[Seite 543] zehnsylbig, Hephaest.

Spanish (DGE)

-ον
métr. subst. τὸ δ. decasílabo Ἀλκαϊκὸν δ. el decasílabo alcaico cláusula de la estrofa alcaica, Heph.7.8, cf. Mar.Vict.126.18, 143.21, Ἀλκμαιώνειον δ. Sch.Pi.O.14T. (pero quizá l. Ἀλκαϊκόν, cf. ap. crít.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δεκασύλλαβος, -ον)
1. αυτός που έχει δέκα συλλαβές («δεκασύλλαβη λέξη»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο δεκασύλλαβος
στίχος που αποτελείται από δέκα συλλαβές.

Russian (Dvoretsky)

δεκασύλλᾰβος: стих. десятисложный.