δευτερόσχετος: Difference between revisions
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(a) |
(9) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0553.png Seite 553]] = [[δευτεροῦχος]], Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0553.png Seite 553]] = [[δευτεροῦχος]], Sp. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δευτερόσχετος]], -ον (Α)<br />αυτός που ακολουθεί τον δεύτερο, που έρχεται [[μετά]] τον δεύτερο. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:27, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 553] = δευτεροῦχος, Sp.
Greek Monolingual
δευτερόσχετος, -ον (Α)
αυτός που ακολουθεί τον δεύτερο, που έρχεται μετά τον δεύτερο.