Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαψαίρω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diapsairo
|Transliteration C=diapsairo
|Beta Code=diayai/rw
|Beta Code=diayai/rw
|Definition=<span class="bld">A</span> [[brush away]], [[blow away]], θυμιαμάτων αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar.''Av.''1717; <b class="b3">διαψαίρουσα πέπλους</b> (''[[sc.]]'' [[αὔρα]]) Hermipp.6; [[cleanse]], γλώσσῃ διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους E.''Fr.''926; [[scratch through]], of birds, Opp.''H.''2.115.<br><span class="bld">II</span> intr., [[flutter]] in the wind, Nic.''Al.''127.
|Definition=<span class="bld">A</span> [[brush away]], [[blow away]], θυμιαμάτων αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1717; <b class="b3">διαψαίρουσα πέπλους</b> (''[[sc.]]'' [[αὔρα]]) Hermipp.6; [[cleanse]], γλώσσῃ διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους E.''Fr.''926; [[scratch through]], of birds, Opp.''H.''2.115.<br><span class="bld">II</span> intr., [[flutter]] in the wind, Nic.''Al.''127.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[mostly]] in pres., to [[brush]] or [[blow]] [[away]], Ar.
|mdlsjtxt=[[mostly]] in pres., to [[brush]] or [[blow]] [[away]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαψαίρω Medium diacritics: διαψαίρω Low diacritics: διαψαίρω Capitals: ΔΙΑΨΑΙΡΩ
Transliteration A: diapsaírō Transliteration B: diapsairō Transliteration C: diapsairo Beta Code: diayai/rw

English (LSJ)

A brush away, blow away, θυμιαμάτων αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar.Av.1717; διαψαίρουσα πέπλους (sc. αὔρα) Hermipp.6; cleanse, γλώσσῃ διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους E.Fr.926; scratch through, of birds, Opp.H.2.115.
II intr., flutter in the wind, Nic.Al.127.

Spanish (DGE)

I tr.
1 dispersar θυμιαμάτων ... αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar.Au.1717, λεπτοὺς διαψαίρουσα πέπλους (una brisa) agitando los ligeros peplos Hermipp.5.
2 escarbar, limpiar γλώσσῃ διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους E.Fr.926, λάχνην διαψαίρουσι πόδεσσιν ref. a los pájaros, Opp.H.2.115.
II intr. dispersarse γήρεια ... τεθρυμμένα ... διαψαίρουσι πνοῇσι Nic.Al.127.

German (Pape)

[Seite 614] durchreiben, durchstreichen; αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar Av. 1717; durchscharren, ὄρνιθες πόδεσσι Opp. H. 2, 116; intr., οἶά τε γήρ ια διαψαίρουσιν ἀέλλαις, ein Spiel der Winde werden, Nic. Al. 127.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 disperser d'un souffle;
2 secouer, agiter en parl. du vent;
3 gratter de ci de là, fouiller en parl. d'oiseaux;
II. intr. se disperser.
Étymologie: διά, ψαίρω.

Russian (Dvoretsky)

διαψαίρω: развеивать (πλεκτάνην καπνοῦ Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

διαψαίρω: ἐκτρίβω, παρασύρω διὰ τῆς πνοῆς, αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1717· διαψαίρουσα πέπλους (ἐνν. αὔρα) Ἕρμιππ. Ἀθ. Γον. 4· -σκαλίζω, ἐπὶ πτηνῶν, Ὀππ. Ἁλ. 2. 115. ΙΙ. ἀμεταβ., πτερυγίζω ἐν τῷ ἀνέμῳ, Νίκ. Ἀλ. 127.

Greek Monolingual

διαψαίρω (Α)
1. παρασύρω με την πνοή, διασκορπίζω
2. (για πουλιά) σκαλίζω
3. (αμτβ.) φτερουγίζω στον άνεμο
4. καθαρίζω («γλώσση διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους», Ευρ.).

Greek Monotonic

διαψαίρω: κυρίως στον ενεστ., εκτρίβω ή παρασύρω μακριά με φύσημα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

mostly in pres., to brush or blow away, Ar.