εκτρίβω
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
Greek Monolingual
(AM ἐκτρίβω)
1. βγάζω ή παράγω κάτι με ισχυρό τρίψιμο
2. τρίβοντας αποβάλλω κάτι από μια επιφάνεια, καθαρίζω με τρίψιμο, γυαλίζω, στιλβώνω
αρχ.
1. παροξύνω
2. κατασυντρίβω, εξαφανίζω εντελώς
3. φθείρω, κατατρίβω
4. φθείρω με την τριβή, ξεφλουδίζω με τρίψιμο
5. κάνω κάτι λείο με διαρκή τριβή.