ἀκροβελίς: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκροβελίς]] (- | |mltxt=[[ἀκροβελίς]] (-ίδος), η (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> «τὰ [[ἄκρα]] τῶν ὀβελῶν ἢ τοῦ ὀβελίου ἄρτου» (Μέγα Ετυμ.)<br /><b>2.</b> [[είδος]] ακοντίου ([[Σούδα]])<br /><b>αρχ.</b><br />η [[αιχμή]] του βέλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[ὀβελός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:20, 1 March 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, (ὀβελός)
A point of dart, Archipp.10.
II = εἶδος ἀκοντίου, Suid.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
• Prosodia: [-ῐ-]
1 punta de asador Archipp.9, cf. ἀκροβελίδες· ἄκρα τοῦ ὀβελίτου ἄρτου ἢ τῶν ὀβελίσκων Hsch.
2 cierto dardo Sud.
German (Pape)
[Seite 82] ίδος, ἡ, Spitze des Bratspießes, Archipp. B. A. 371.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροβελίς: -ίδος, ἡ, ἡ αἰχμὴ βέλους ἢ ὀβελός, «σοῦβλα». Ἄρχιππ. ἐν «Ἡρακλεῖ γαμοῦντι» 3.
Greek Monolingual
ἀκροβελίς (-ίδος), η (AM)
μσν.
1. «τὰ ἄκρα τῶν ὀβελῶν ἢ τοῦ ὀβελίου ἄρτου» (Μέγα Ετυμ.)
2. είδος ακοντίου (Σούδα)
αρχ.
η αιχμή του βέλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + ὀβελός.