συνείρηκα: Difference between revisions

From LSJ

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source
(b)
 
(4)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1011.png Seite 1011]] perf. zu [[σύμφημι]], συνερῶ, [[συνεῖπον]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1011.png Seite 1011]] perf. zu [[σύμφημι]], συνερῶ, [[συνεῖπον]].
}}
{{bailly
|btext=v. [[συναγορεύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνείρηκα:''' χρησιμ. ως παρακ. του [[σύμφημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνείρηκα:''' pf. к [[συναγορεύω]] и к [[σύμφημι]].
}}
}}

Latest revision as of 13:24, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1011] perf. zu σύμφημι, συνερῶ, συνεῖπον.

French (Bailly abrégé)

v. συναγορεύω.

Greek Monotonic

συνείρηκα: χρησιμ. ως παρακ. του σύμφημι.

Russian (Dvoretsky)

συνείρηκα: pf. к συναγορεύω и к σύμφημι.