ἀνεξάντλητος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
(a)
 
(4)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0223.png Seite 223]] unerschöpflich, Io. Chrys.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0223.png Seite 223]] unerschöpflich, Io. Chrys.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνεξάντλητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐξαντλήσῃ, «[[ἀτελείωτος]]», Ἰω. Χρυσ. - Ἐπίρρ. -τως Γεωργ. Παχυμ. Μιχ. Παλ. 1, σ. 20C.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[inagotable]] φρεάτων τινῶν βάθος ... ὕδατος Procop.Gaz.M.87.1264D.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεξάντλητος]], -ον)<br />αυτός που δεν εξαντλείται, [[αστείρευτος]].
}}
}}

Latest revision as of 06:54, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 223] unerschöpflich, Io. Chrys.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεξάντλητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐξαντλήσῃ, «ἀτελείωτος», Ἰω. Χρυσ. - Ἐπίρρ. -τως Γεωργ. Παχυμ. Μιχ. Παλ. 1, σ. 20C.

Spanish (DGE)

-ον
inagotable φρεάτων τινῶν βάθος ... ὕδατος Procop.Gaz.M.87.1264D.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεξάντλητος, -ον)
αυτός που δεν εξαντλείται, αστείρευτος.