ἐλαφογενής: Difference between revisions

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
(b)
 
(11)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0792.png Seite 792]] ές, vom Hirsche kommend, Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0792.png Seite 792]] ές, vom Hirsche kommend, Hesych.
}}
{{ls
|lstext='''ἐλᾰφογενής''': -ές, ὁ ἐξ ἐλάφου γενόμενος, «ἐλαφογενές· τῆς ἐλάφου ὁ μυελὸς» Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές neutr. subst. τὸ ἐ. [[médula de cierva]] Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐλαφογενής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται ή γίνεται από [[ελάφι]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> ο [[μυελός]] του ελαφιού.
}}
}}

Latest revision as of 06:29, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 792] ές, vom Hirsche kommend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλᾰφογενής: -ές, ὁ ἐξ ἐλάφου γενόμενος, «ἐλαφογενές· τῆς ἐλάφου ὁ μυελὸς» Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ές neutr. subst. τὸ ἐ. médula de cierva Hsch.

Greek Monolingual

ἐλαφογενής, -ές (Α)
1. αυτός που προέρχεται ή γίνεται από ελάφι
2. το ουδ. ως ουσ. ο μυελός του ελαφιού.