γελοίος: Difference between revisions

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM γελοῑος, -α, -ον, Α και [[γέλοιος]], -α, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[γέλιο]], [[άξιος]] για γέλια<br /><b>2.</b> [[άξιος]] για [[περιφρόνηση]], [[αναξιόλογος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το γελοίο</i><br />η [[γελοιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[κωμικός]], [[αστείος]], [[περιπαικτικός]]<br /><b>2.</b> (για επιχειρήματα) [[παράδοξος]], [[αντιφατικός]]<br /><b>3.</b> (πληθ. ουδ.) <i>τὰ γελοῖα</i><br />τα αστεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γέλως]] ([[πρβλ]]. [[αιδοίος]]- [[αιδώς]], [[ηοίος]]- <i>ηώς</i>)].
|mltxt=-α, -ο (AM γελοῖος, -α, -ον, Α και [[γέλοιος]], -α, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[γέλιο]], [[άξιος]] για γέλια<br /><b>2.</b> [[άξιος]] για [[περιφρόνηση]], [[αναξιόλογος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το γελοίο</i><br />η [[γελοιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[κωμικός]], [[αστείος]], [[περιπαικτικός]]<br /><b>2.</b> (για επιχειρήματα) [[παράδοξος]], [[αντιφατικός]]<br /><b>3.</b> (πληθ. ουδ.) <i>τὰ γελοῖα</i><br />τα αστεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γέλως]] ([[πρβλ]]. [[αιδοίος]]- [[αιδώς]], [[ηοίος]]- <i>ηώς</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Greek Monolingual

-α, -ο (AM γελοῖος, -α, -ον, Α και γέλοιος, -α, -ον)
1. αυτός που προκαλεί γέλιο, άξιος για γέλια
2. άξιος για περιφρόνηση, αναξιόλογος
3. το ουδ. ως ουσ. το γελοίο
η γελοιότητα
αρχ.
1. (για πρόσωπα) κωμικός, αστείος, περιπαικτικός
2. (για επιχειρήματα) παράδοξος, αντιφατικός
3. (πληθ. ουδ.) τὰ γελοῖα
τα αστεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέλως (πρβλ. αιδοίος- αιδώς, ηοίος- ηώς)].