ομηρεύω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὁμηρεύω]] (Α) [[όμηρος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] όμηρος ή [[χρησιμεύω]] ως όμηρος («τους τε παῖδας ὁμηρεύειν εἰς ἀσφάλειαν πίστεως ἔδωκεν», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χρησιμεύω]] ως [[εγγυητής]] («([[οἶνος]]) πίστιν ἀνθρώποις καὶ φιλίαν ὁμηρεύει», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παίρνω]] κάποιον ως όμηρο ή [[κάτι]] ως [[εγγύηση]] («τῶν δ' ὁμηρεύσας [[τέκνα]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> ὁμηρεύομαι<br />[[δίνω]] ομήρους ως [[εγγύηση]].<br /><b>(II)</b><br />[[ὁμηρεύω]] (Α) ([[όμηρος]] (II))<br /><b>ιων. τ.</b> [[προπορεύομαι]] και [[οδηγώ]] τυφλό.<br /><b>(III)</b><br />[[ὁμηρεύω]] (Α)<br />[[συναρμόζω]], [[συναρμολογώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του ὁμηρῶ, [[κατά]] τα ρήματα σε -εύω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὁμηρεύω]] (Α) [[όμηρος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] όμηρος ή [[χρησιμεύω]] ως όμηρος («τους τε παῖδας ὁμηρεύειν εἰς ἀσφάλειαν πίστεως ἔδωκεν», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χρησιμεύω]] ως [[εγγυητής]] («([[οἶνος]]) πίστιν ἀνθρώποις καὶ φιλίαν ὁμηρεύει», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παίρνω]] κάποιον ως όμηρο ή [[κάτι]] ως [[εγγύηση]] («τῶν δ' ὁμηρεύσας [[τέκνα]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> ὁμηρεύομαι<br />[[δίνω]] ομήρους ως [[εγγύηση]].<br /><b>(II)</b><br />[[ὁμηρεύω]] (Α) ([[όμηρος]] (II))<br /><b>ιων. τ.</b> [[προπορεύομαι]] και [[οδηγώ]] τυφλό.<br /><b>(III)</b><br />[[ὁμηρεύω]] (Α)<br />[[συναρμόζω]], [[συναρμολογώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του ὁμηρῶ, [[κατά]] τα ρήματα σε -εύω].
}}
}}

Latest revision as of 05:45, 20 May 2024

Greek Monolingual

(I)
ὁμηρεύω (Α) όμηρος
1. είμαι όμηρος ή χρησιμεύω ως όμηρος («τους τε παῖδας ὁμηρεύειν εἰς ἀσφάλειαν πίστεως ἔδωκεν», Ηρωδιαν.)
2. μτφ. χρησιμεύω ως εγγυητής («(οἶνος) πίστιν ἀνθρώποις καὶ φιλίαν ὁμηρεύει», Ιώσ.)
3. παίρνω κάποιον ως όμηρο ή κάτι ως εγγύηση («τῶν δ' ὁμηρεύσας τέκνα», Ευρ.)
4. μέσ. ὁμηρεύομαι
δίνω ομήρους ως εγγύηση.
(II)
ὁμηρεύω (Α) (όμηρος (II))
ιων. τ. προπορεύομαι και οδηγώ τυφλό.
(III)
ὁμηρεύω (Α)
συναρμόζω, συναρμολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ὁμηρῶ, κατά τα ρήματα σε -εύω].