ἐκβιαστής: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekviastis | |Transliteration C=ekviastis | ||
|Beta Code=e)kbiasth/s | |Beta Code=e)kbiasth/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐκβιαστοῦ, ὁ, [[exactor]], [[oppressor]], Aq.,Thd.''Pr.''6.7. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ [[que obliga o actúa con violencia]] Aq., Thd.<i>Pr</i>.6.7. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (θηλ. εκβιάστρια, η) (Α [[ἐκβιαστής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιδιώκει ή πετυχαίνει [[κάτι]] με εκβιασμό<br /><b>2.</b> αυτός που παίρνει χρήματα με εκβιασμό. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:03, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐκβιαστοῦ, ὁ, exactor, oppressor, Aq.,Thd.Pr.6.7.
Spanish (DGE)
-οῦ que obliga o actúa con violencia Aq., Thd.Pr.6.7.
Greek Monolingual
ο (θηλ. εκβιάστρια, η) (Α ἐκβιαστής)
νεοελλ.
1. αυτός που επιδιώκει ή πετυχαίνει κάτι με εκβιασμό
2. αυτός που παίρνει χρήματα με εκβιασμό.