ἀντέρεισμα: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
(c1)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=antereisma
|Transliteration C=antereisma
|Beta Code=a)nte/reisma
|Beta Code=a)nte/reisma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">prop</b>, Hsch. s.v. [[στῆλαι]].</span>
|Definition=-ατος, τό, [[prop]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[στῆλαι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό [[apoyo]] Basil.M.29.21C, cf. Hsch.s.u. στῆλαι.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0247.png Seite 247]] τό, das Entgegengestämmte, Strebepfeiler, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0247.png Seite 247]] τό, das Entgegengestämmte, Strebepfeiler, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἀντέρεισμα''': τό, [[ἀντηρίς]], [[στήριγμα]], «οἱ λίθοι τοῦ τείχους οἱ προεστῶτες [[κάτωθεν]] πρὸς [[ἀντέρεισμα]]» Ἡσύχ. ἐν λ. στῆλαι.
}}
{{grml
|mltxt=το (Μ [[αντέρεισμα]]) [[αντερείδω]]<br />[[στήριγμα]], [[αντηρίδα]] ξύλινη ή χτιστή<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρατ.</b>. δευτερεύουσα [[κορυφογραμμή]] πού μοιάζει να στηρίζει το [[βουνό]].
}}
}}

Latest revision as of 09:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντέρεισμα Medium diacritics: ἀντέρεισμα Low diacritics: αντέρεισμα Capitals: ΑΝΤΕΡΕΙΣΜΑ
Transliteration A: antéreisma Transliteration B: antereisma Transliteration C: antereisma Beta Code: a)nte/reisma

English (LSJ)

-ατος, τό, prop, Hsch. s.v. στῆλαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό apoyo Basil.M.29.21C, cf. Hsch.s.u. στῆλαι.

German (Pape)

[Seite 247] τό, das Entgegengestämmte, Strebepfeiler, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντέρεισμα: τό, ἀντηρίς, στήριγμα, «οἱ λίθοι τοῦ τείχους οἱ προεστῶτες κάτωθεν πρὸς ἀντέρεισμα» Ἡσύχ. ἐν λ. στῆλαι.

Greek Monolingual

το (Μ αντέρεισμα) αντερείδω
στήριγμα, αντηρίδα ξύλινη ή χτιστή
νεοελλ.
στρατ.. δευτερεύουσα κορυφογραμμή πού μοιάζει να στηρίζει το βουνό.