τορνευτικός: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
(c1)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=torneftikos
|Transliteration C=torneftikos
|Beta Code=torneutiko/s
|Beta Code=torneutiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for turning on a lathe:</b> <b class="b3">-κή</b> (sc. <b class="b3">τέχνη</b>) v.l. for [[τορευ-]] in <span class="bibl">M.Ant.5.1</span>.</span>
|Definition=τορνευτική, τορνευτικόν, of or for turning on a lathe: ἡ [[τορνευτική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) [[varia lectio|v.l.]] for [[τορευτικός]] in M.Ant.5.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1130.png Seite 1130]] zum Drehen, Drechseln gehörig, geschickt, M. Ant. 5, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1130.png Seite 1130]] zum Drehen, Drechseln gehörig, geschickt, M. Ant. 5, 1.
}}
{{ls
|lstext='''τορνευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἡ ἁρμόζων εἰς τὸ τορνεύειν, στρέφειν τὸν τόρνον· ἡ τορνευτικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]) Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 5. 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τορνευτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τορνεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τορνευτή («τορνευτικά εργαλεία»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η τορνευτική</i><br />η [[τέχνη]] του τορνευτή.
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορνευτικός Medium diacritics: τορνευτικός Low diacritics: τορνευτικός Capitals: ΤΟΡΝΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: torneutikós Transliteration B: torneutikos Transliteration C: torneftikos Beta Code: torneutiko/s

English (LSJ)

τορνευτική, τορνευτικόν, of or for turning on a lathe: ἡ τορνευτική (sc. τέχνη) v.l. for τορευτικός in M.Ant.5.1.

German (Pape)

[Seite 1130] zum Drehen, Drechseln gehörig, geschickt, M. Ant. 5, 1.

Greek (Liddell-Scott)

τορνευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἡ ἁρμόζων εἰς τὸ τορνεύειν, στρέφειν τὸν τόρνον· ἡ τορνευτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 5. 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τορνευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τορνεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τορνευτή («τορνευτικά εργαλεία»)
2. το θηλ. ως ουσ. η τορνευτική
η τέχνη του τορνευτή.