ἐκχρώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
(c1)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekchronnymi
|Transliteration C=ekchronnymi
|Beta Code=e)kxrw/nnumi
|Beta Code=e)kxrw/nnumi
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">impart a colour</b>, ἥλιος σκοτεινὸν ἄνθος ἐξέχρωσε λιγνύος εἰς σώματ' ἀνδρῶν <span class="bibl">Theodect.17.2</span>.</span>
|Definition=[[impart a colour]], ἥλιος σκοτεινὸν ἄνθος ἐξέχρωσε λιγνύος εἰς σώματ' ἀνδρῶν Theodect.17.2.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[colorear]] ἥλιος ... σκοτεινὸν [[ἄνθος]] ἐξέχρωσε λιγνύος εἰς σώματ' ἀνδρῶν Theodect.17.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0787.png Seite 787]] (s. [[χρώννυμι]]), entfärben, Strab. XV p. 695, l. d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0787.png Seite 787]] (s. [[χρώννυμι]]), entfärben, Strab. XV p. 695, l. d.
}}
{{ls
|lstext='''ἐκχρώννῡμι''': ἐπιτεταμ. ἐντὶ τοῦ χρώνυμι: μέλλ. -χρώσω, [[χρώζω]], [[χρωματίζω]] βαθέως: σκοτεινὸν [[ἄνθος]] ἐξέχρωσε λιγνύος εἰς σώματ’ ἀνδρῶν, ἐχρωμάτισε βαθέως τὰ σώματα τῶν ἀνδρῶν μὲ [[χρῶμα]] αἰθάλης, Θεοδέκτης παρὰ Στράβ. 695.
}}
}}

Latest revision as of 11:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκχρώννῡμι Medium diacritics: ἐκχρώννυμι Low diacritics: εκχρώννυμι Capitals: ΕΚΧΡΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: ekchrṓnnymi Transliteration B: ekchrōnnymi Transliteration C: ekchronnymi Beta Code: e)kxrw/nnumi

English (LSJ)

impart a colour, ἥλιος σκοτεινὸν ἄνθος ἐξέχρωσε λιγνύος εἰς σώματ' ἀνδρῶν Theodect.17.2.

Spanish (DGE)

colorear ἥλιος ... σκοτεινὸν ἄνθος ἐξέχρωσε λιγνύος εἰς σώματ' ἀνδρῶν Theodect.17.2.

German (Pape)

[Seite 787] (s. χρώννυμι), entfärben, Strab. XV p. 695, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκχρώννῡμι: ἐπιτεταμ. ἐντὶ τοῦ χρώνυμι: μέλλ. -χρώσω, χρώζω, χρωματίζω βαθέως: σκοτεινὸν ἄνθος ἐξέχρωσε λιγνύος εἰς σώματ’ ἀνδρῶν, ἐχρωμάτισε βαθέως τὰ σώματα τῶν ἀνδρῶν μὲ χρῶμα αἰθάλης, Θεοδέκτης παρὰ Στράβ. 695.