κωνικός: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(c1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=konikos | |Transliteration C=konikos | ||
|Beta Code=kwniko/s | |Beta Code=kwniko/s | ||
|Definition= | |Definition=κωνική, κωνικόν, ([[κῶνος]]) [[cone-shaped]], [[conical]], Epicur.''Nat.''14.5, Plu.2.410d; especially in Math., <b class="b3">κ. ἐπιφάνεια, γραμμαί, τομαί</b>, Archim.''Sph. Cyl.''1.9, al., Papp.672.10, 662.15; [[κωνικά]], τά, [[Conic Sections]], title of work by [[Apollonius Pergaeus]], cf. Archim.''Con.Sph.''3; κ. στοιχεῖα Id.''Quadr.''3; κ. ὅροι Papp.922.17; κ. προβλήματα Apollon.Perg.''Con.'' 1 ''Praef.'' | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1546.png Seite 1546]] kegelförmig, konisch, Plut. de def. orac. 3 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1546.png Seite 1546]] kegelförmig, konisch, Plut. de def. orac. 3 u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[conique]].<br />'''Étymologie:''' [[κῶνος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κωνικός:''' [[конический]] ([[σκιά]] Plut.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κωνικός''': -ή, -όν, ([[κῶνος]]) ἔχων [[σχῆμα]] κώνου, [[κωνικός]], Πλούτ. 2. 410Ε· κ. τομαὶ Ἀνθεμ. Ἀποσπ. σ. 157. 8. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κωνικός]], -ή, -όν) [[κώνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] κώνου<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στο γεωμετρικό [[σχήμα]] [[κώνος]] («κωνική [[τομή]]» — [[καμπύλη]] που σχηματίζεται από την [[τομή]] ενός επιπέδου και ενός ορθού κυκλικού κώνου). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κωνικώς</i> και -<i>ά</i><br />με [[σχήμα]] κώνου. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:11, 25 August 2023
English (LSJ)
κωνική, κωνικόν, (κῶνος) cone-shaped, conical, Epicur.Nat.14.5, Plu.2.410d; especially in Math., κ. ἐπιφάνεια, γραμμαί, τομαί, Archim.Sph. Cyl.1.9, al., Papp.672.10, 662.15; κωνικά, τά, Conic Sections, title of work by Apollonius Pergaeus, cf. Archim.Con.Sph.3; κ. στοιχεῖα Id.Quadr.3; κ. ὅροι Papp.922.17; κ. προβλήματα Apollon.Perg.Con. 1 Praef.
German (Pape)
[Seite 1546] kegelförmig, konisch, Plut. de def. orac. 3 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
conique.
Étymologie: κῶνος.
Russian (Dvoretsky)
κωνικός: конический (σκιά Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κωνικός: -ή, -όν, (κῶνος) ἔχων σχῆμα κώνου, κωνικός, Πλούτ. 2. 410Ε· κ. τομαὶ Ἀνθεμ. Ἀποσπ. σ. 157. 8.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κωνικός, -ή, -όν) κώνος
1. αυτός που έχει σχήμα κώνου
2. αυτός που ανήκει στο γεωμετρικό σχήμα κώνος («κωνική τομή» — καμπύλη που σχηματίζεται από την τομή ενός επιπέδου και ενός ορθού κυκλικού κώνου).
επίρρ...
κωνικώς και -ά
με σχήμα κώνου.