σπίνα: Difference between revisions
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
(c1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=spina | |Transliteration C=spina | ||
|Beta Code=spi/na | |Beta Code=spi/na | ||
|Definition=ἡ,= < | |Definition=ἡ, =<br><span class="bld">A</span> σπίνος 1, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> a fish, Alex.84. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0921.png Seite 921]] ἡ, = [[σπίνος]]; Alexis bei Ath. VII, 326 d; Hesych. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0921.png Seite 921]] ἡ, = [[σπίνος]]; Alexis bei Ath. VII, 326 d; Hesych. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σπίνα''': ἢ σπίνη, ἡ, = [[σπίνος]], Ἡσύχ. ΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύος, Ἄλεξ. ἐν «Ἐρετρ.»1. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] ψαριού<br /><b>2.</b> το [[πουλί]] [[σπίνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[σπίνος]] (<b>βλ.</b> και λ. [[σπίζω]], [[σπίγγος]])].<br /> <b>(II)</b><br />η, Ν<br />(αρχ. αθλ.) [[διαχωριστικός]] [[τοίχος]] στο [[μέσο]] της αρένας τών ρωμαϊκών ιπποδρομίων διακοσμημένος με αγάλματα και οβελίσκους [[γύρω]] από τον οποίο γίνονταν οι αγώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>spina</i> «[[αγκάθι]], [[διαχωριστικός]] [[τοίχος]] στο [[μέσο]] της αρένας»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:16, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, =
A σπίνος 1, Hsch.
II a fish, Alex.84.
German (Pape)
[Seite 921] ἡ, = σπίνος; Alexis bei Ath. VII, 326 d; Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σπίνα: ἢ σπίνη, ἡ, = σπίνος, Ἡσύχ. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος, Ἄλεξ. ἐν «Ἐρετρ.»1.
Greek Monolingual
(I)
ἡ, Α
1. είδος ψαριού
2. το πουλί σπίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. σπίνος (βλ. και λ. σπίζω, σπίγγος)].
(II)
η, Ν
(αρχ. αθλ.) διαχωριστικός τοίχος στο μέσο της αρένας τών ρωμαϊκών ιπποδρομίων διακοσμημένος με αγάλματα και οβελίσκους γύρω από τον οποίο γίνονταν οι αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. spina «αγκάθι, διαχωριστικός τοίχος στο μέσο της αρένας»].