ῥυσαλέος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(c1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rysaleos | |Transliteration C=rysaleos | ||
|Beta Code=r(usale/os | |Beta Code=r(usale/os | ||
|Definition=η, ον, | |Definition=η, ον, [[wrinkled]], ὀπώρη Nic.''Al.'' 181. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0852.png Seite 852]] runzlig, Nic. Al. 180, auch [[ῥυσσαλέος]] geschrieben. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0852.png Seite 852]] runzlig, Nic. Al. 180, auch [[ῥυσσαλέος]] geschrieben. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ῥῡσᾰλέος''': (ποιητ. ῥυσσαλέος) α, ον, ἐρρυσωμένος, ἐρρυτιδωμένος, πεπανθείς, ὀπώρην ῥυσσαλέην, «[[ἤτοι]] τὴν πεπανθεῖσαν καὶ πέπειρον» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 180. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ποιητ. τ. ῥυσσαλέος, -α, -ον, Α<br />(για παραγινωμένο [[φρούτο]]) αυτός που έχει ζαρωματιές, σταφιδιασμένος («ὀπώρην ῥυσαλέην», Νικ. Αλεξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥυσός]] / [[ῥυσσός]] «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλέος</i> (<b>πρβλ.</b> [[γηραλέος]], [[πειναλέος]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:28, 25 August 2023
English (LSJ)
η, ον, wrinkled, ὀπώρη Nic.Al. 181.
German (Pape)
[Seite 852] runzlig, Nic. Al. 180, auch ῥυσσαλέος geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῡσᾰλέος: (ποιητ. ῥυσσαλέος) α, ον, ἐρρυσωμένος, ἐρρυτιδωμένος, πεπανθείς, ὀπώρην ῥυσσαλέην, «ἤτοι τὴν πεπανθεῖσαν καὶ πέπειρον» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 180.
Greek Monolingual
και ποιητ. τ. ῥυσσαλέος, -α, -ον, Α
(για παραγινωμένο φρούτο) αυτός που έχει ζαρωματιές, σταφιδιασμένος («ὀπώρην ῥυσαλέην», Νικ. Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυσός / ῥυσσός «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» + κατάλ. -αλέος (πρβλ. γηραλέος, πειναλέος)].