ἀκειρεκόμης: Difference between revisions
(4000) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akeirekomis | |Transliteration C=akeirekomis | ||
|Beta Code=a)keireko/mhs | |Beta Code=a)keireko/mhs | ||
|Definition=Dor. ἀκειρεκόμας, ὁ, < | |Definition=Dor. [[ἀκειρεκόμας]], ὁ, = [[ἀκερσεκόμης]], of [[Apollo]], Pi.''P.''3.14, ''I.''1.7, Philostr.''Ep.''16; of Asclepius, ''IG''3.171; of Avars, ''APl.''4.72. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀκερσεκόμης]] Hes.<i>Fr</i>.60.3; dór. ἀκερσεκόμᾱς Pi.<i>P</i>.3.14; ἀκειρεκόμᾱς S.<i>Pae</i>.1b(1).2<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[que no se ha cortado el cabello]], [[de largos cabellos]], [[intonso]] de Apolo, Hes.l.c., <i>h.Ap</i>.134, Pi.<i>P</i>.3.14, <i>I</i>.1.7, S.l.c., Philostr.<i>Ep</i>.16, <i>IGR</i> 4.527.12 (Dorileo III d.C.), Nonn.<i>D</i>.10.207, πάτερ Pi.<i>Fr</i>.52k.45, de Asclepio <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.4533.26 (III d.C.), ἀκειρεκόμας Ἀβάρων στρατός <i>AP</i> 16.72<br /><b class="num">•</b>fig. de un árbol [[que tiene siempre hojas]], [[frondoso]], [[siempre verde]] Αὐσονίδην φηγὸν ἀκειρεκόμην <i>IM</i> 181.6 (II d.C.). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκειρεκόμης:''' дор. ἀκειρεκόμᾱς, ου 2 Pind. = [[ἀκερσεκόμης]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀκειρεκόμης''': Δωρ.-ας, ὁ, = [[ἀκερσεκόμης]], περὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Πινδ. Π. 3. 26, Ι. 1, 8· περὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 511· περὶ τῶν Σκυθῶν, Ἀνθ. Πλαν. 72. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀκειρεκόμης]] και δωρ. ἀκειρεκόμας, ο (Α)<br />ο [[ακερσεκόμης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ.</b> [[ἀκερσεκόμης]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκειρεκόμης:''' Δωρ. -ας, ὁ = [[ἀκερσεκόμης]], σε Πίνδ., Ανθ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:05, 25 August 2023
English (LSJ)
Dor. ἀκειρεκόμας, ὁ, = ἀκερσεκόμης, of Apollo, Pi.P.3.14, I.1.7, Philostr.Ep.16; of Asclepius, IG3.171; of Avars, APl.4.72.
Spanish (DGE)
-ου
• Alolema(s): ἀκερσεκόμης Hes.Fr.60.3; dór. ἀκερσεκόμᾱς Pi.P.3.14; ἀκειρεκόμᾱς S.Pae.1b(1).2
• Prosodia: [ᾰ-]
que no se ha cortado el cabello, de largos cabellos, intonso de Apolo, Hes.l.c., h.Ap.134, Pi.P.3.14, I.1.7, S.l.c., Philostr.Ep.16, IGR 4.527.12 (Dorileo III d.C.), Nonn.D.10.207, πάτερ Pi.Fr.52k.45, de Asclepio IG 22.4533.26 (III d.C.), ἀκειρεκόμας Ἀβάρων στρατός AP 16.72
•fig. de un árbol que tiene siempre hojas, frondoso, siempre verde Αὐσονίδην φηγὸν ἀκειρεκόμην IM 181.6 (II d.C.).
Russian (Dvoretsky)
ἀκειρεκόμης: дор. ἀκειρεκόμᾱς, ου 2 Pind. = ἀκερσεκόμης.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκειρεκόμης: Δωρ.-ας, ὁ, = ἀκερσεκόμης, περὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Πινδ. Π. 3. 26, Ι. 1, 8· περὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 511· περὶ τῶν Σκυθῶν, Ἀνθ. Πλαν. 72.
Greek Monolingual
ἀκειρεκόμης και δωρ. ἀκειρεκόμας, ο (Α)
ο ακερσεκόμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. ἀκερσεκόμης.
Greek Monotonic
ἀκειρεκόμης: Δωρ. -ας, ὁ = ἀκερσεκόμης, σε Πίνδ., Ανθ.