κολάφισμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
(c1)
 
m (Text replacement - "<b class="b2">([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to "$1")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1472.png Seite 1472]] τό, die <b class="b2">Ohrfeige</b>, der Backenstreich, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1472.png Seite 1472]] τό, die [[Ohrfeige]], der Backenstreich, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''κολάφισμα''': τό, Γραμμ.· -ισμός, οῦ, ὁ, Ἰωάνν. Χρυσ. τ. 3, σ. 302, 31, [[ῥάπισμα]].
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[κολάφισμα]]) [[κολαφίζω]]<br />το [[κατά]] [[πρόσωπο]] [[ράπισμα]], χαστούκισμα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ταπείνωση]], [[προσβολή]].
}}
}}

Latest revision as of 10:10, 6 January 2021

German (Pape)

[Seite 1472] τό, die Ohrfeige, der Backenstreich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κολάφισμα: τό, Γραμμ.· -ισμός, οῦ, ὁ, Ἰωάνν. Χρυσ. τ. 3, σ. 302, 31, ῥάπισμα.

Greek Monolingual

το (AM κολάφισμα) κολαφίζω
το κατά πρόσωπο ράπισμα, χαστούκισμα
νεοελλ.
ταπείνωση, προσβολή.