ἐξαλειπτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
(5)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksaleiptikos
|Transliteration C=eksaleiptikos
|Beta Code=e)caleiptiko/s
|Beta Code=e)caleiptiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">obliterating</b>, τύπος ἐ. τοῦ προτέρου <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>7.373</span>.</span>
|Definition=ἐξαλειπτική, ἐξαλειπτικόν, [[obliterating]], τύπος ἐ. τοῦ προτέρου S.E.''M.''7.373.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[propio para borrar]] ὥσπερ ... ὁ τῆς δευτέρας σφραγῖδος τύπος ἐ. ἐστι τοῦ προτέρου S.E.<i>M</i>.7.373, τὰ ἐξαλειπτικὰ σκάφη barcos purgatorios, e.e., penitenciarios</i>, <i>PApoll</i>.9.12 (VII d.C.), <i>PSI</i> 1266.11 (VIII d.C.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0866.png Seite 866]] ή, όν, zum Auswischen gehörig, Sest. Emp. adv. math. 7, 373.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξαλειπτικός:''' [[стирающий]], [[изглаживающий]] (τοῦ τῆς σφραγῖδος τύπου Sext.).
}}
{{ls
|lstext='''ἐξαλειπτικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ ἐξαλείψῃ, τινὸς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 373.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐξαλειπτικός]], -ή, -όν) [[εξαλείφω]]<br />αυτός που προκαλεί [[εξάλειψη]].
}}
}}

Latest revision as of 11:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰλειπτικός Medium diacritics: ἐξαλειπτικός Low diacritics: εξαλειπτικός Capitals: ΕΞΑΛΕΙΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: exaleiptikós Transliteration B: exaleiptikos Transliteration C: eksaleiptikos Beta Code: e)caleiptiko/s

English (LSJ)

ἐξαλειπτική, ἐξαλειπτικόν, obliterating, τύπος ἐ. τοῦ προτέρου S.E.M.7.373.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
propio para borrar ὥσπερ ... ὁ τῆς δευτέρας σφραγῖδος τύπος ἐ. ἐστι τοῦ προτέρου S.E.M.7.373, τὰ ἐξαλειπτικὰ σκάφη barcos purgatorios, e.e., penitenciarios, PApoll.9.12 (VII d.C.), PSI 1266.11 (VIII d.C.).

German (Pape)

[Seite 866] ή, όν, zum Auswischen gehörig, Sest. Emp. adv. math. 7, 373.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαλειπτικός: стирающий, изглаживающий (τοῦ τῆς σφραγῖδος τύπου Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαλειπτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ ἐξαλείψῃ, τινὸς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 373.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐξαλειπτικός, -ή, -όν) εξαλείφω
αυτός που προκαλεί εξάλειψη.