μοχθήεις: Difference between revisions

(6_8)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mochthieis
|Transliteration C=mochthieis
|Beta Code=moxqh/eis
|Beta Code=moxqh/eis
|Definition=εσσα, εν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μοχθηρός]], <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>617</span>.</span>
|Definition=μοχθήεσσα, μοχθήεν, = [[μοχθηρός]], Nic.''Al.''617.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μοχθήεις''': εσσα, εν, = [[μοχθηρός]], Σοφ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 616.
|lstext='''μοχθήεις''': εσσα, εν, = [[μοχθηρός]], Σοφ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 616.
}}
{{grml
|mltxt=[[μοχθήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που έχει γίνει με κόπο και μόχθο, [[επίπονος]], [[επίμοχθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόχθος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> ([[πρβλ]]. [[ονειρήεις]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:18, 25 August 2023

English (LSJ)

μοχθήεσσα, μοχθήεν, = μοχθηρός, Nic.Al.617.

German (Pape)

[Seite 212] εσσα, εν, p. = μοχθηρός, Nic. Al. 538 (616), Schol. erkl. ἐπίπονος.

Greek (Liddell-Scott)

μοχθήεις: εσσα, εν, = μοχθηρός, Σοφ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 616.

Greek Monolingual

μοχθήεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που έχει γίνει με κόπο και μόχθο, επίπονος, επίμοχθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόχθος + κατάλ. -ήεις (πρβλ. ονειρήεις)].