δαιμονοφιλής: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
(6_7)
(8)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''δαιμονοφιλής''': -ές, ἀγαπώμενος ὑπὸ δαιμόνων, Εὐστάθ.
|lstext='''δαιμονοφιλής''': -ές, ἀγαπώμενος ὑπὸ δαιμόνων, Εὐστάθ.
}}
{{grml
|mltxt=[[δαιμονοφιλής]], -ές (Μ)<br />ο [[αγαπημένος]] τών θεών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαίμων]] (-<i>ονος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φιλής</i> <span style="color: red;"><</span> [[φίλος]] «[[αγαπητός]]»].
}}
}}

Latest revision as of 07:03, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 515] ές, gottgeliebt, Eustath.

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονοφιλής: -ές, ἀγαπώμενος ὑπὸ δαιμόνων, Εὐστάθ.

Greek Monolingual

δαιμονοφιλής, -ές (Μ)
ο αγαπημένος τών θεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων (-ονος) + -φιλής < φίλος «αγαπητός»].