κανηφορικός: Difference between revisions
From LSJ
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
(6_10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kaniforikos | |Transliteration C=kaniforikos | ||
|Beta Code=kanhforiko/s | |Beta Code=kanhforiko/s | ||
|Definition= | |Definition=κανηφορική, κανηφορικόν, of the Κανηφόροι, κόσμος ''IG'' 22.333c10. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κανηφορικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κανηφόρον, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν CIA.I. 152. | |lstext='''κανηφορικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κανηφόρον, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν CIA.I. 152. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κανηφορικός]], -ή, -όν (Α) [[κανηφόρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κανηφόρο. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:53, 25 August 2023
English (LSJ)
κανηφορική, κανηφορικόν, of the Κανηφόροι, κόσμος IG 22.333c10.
Greek (Liddell-Scott)
κανηφορικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κανηφόρον, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν CIA.I. 152.
Greek Monolingual
κανηφορικός, -ή, -όν (Α) κανηφόρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κανηφόρο.