παραχωρητέον: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
(6_20) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parachoriteon | |Transliteration C=parachoriteon | ||
|Beta Code=paraxwrhte/on | |Beta Code=paraxwrhte/on | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[one must give way]], ἐν ὁδοῖς π. τινί X.''Lac.''9.5.<br><span class="bld">2</span> c. gen. et dat., [[one must give way]] in a thing to a person, τοῦ ἀκριβοῦς ἄλλοις Str.4.1.1. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραχωρητέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ κάμῃ τόπον, ἐν ὁδοῖς π. τινὶ Ξεν. Λάκ. 9. 5. 2) | |lstext='''παραχωρητέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ κάμῃ τόπον, ἐν ὁδοῖς π. τινὶ Ξεν. Λάκ. 9. 5. 2) μετὰ γεν. καὶ δοτ., πρέπει τις νὰ ὑποχωρήσῃ ἔν τινι πράγματι, εἴς τι [[πρόσωπον]], Στράβ. 177· ἴδε [[παραχωρέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραχωρητέον:''' ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να υποχωρήσει, σε Ξεν. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παραχωρητέον, adj. verb. van παραχωρέω, er moet afstand gedaan worden van, met gen. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:53, 25 August 2023
English (LSJ)
A one must give way, ἐν ὁδοῖς π. τινί X.Lac.9.5.
2 c. gen. et dat., one must give way in a thing to a person, τοῦ ἀκριβοῦς ἄλλοις Str.4.1.1.
Greek (Liddell-Scott)
παραχωρητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ κάμῃ τόπον, ἐν ὁδοῖς π. τινὶ Ξεν. Λάκ. 9. 5. 2) μετὰ γεν. καὶ δοτ., πρέπει τις νὰ ὑποχωρήσῃ ἔν τινι πράγματι, εἴς τι πρόσωπον, Στράβ. 177· ἴδε παραχωρέω.
Greek Monotonic
παραχωρητέον: ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να υποχωρήσει, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραχωρητέον, adj. verb. van παραχωρέω, er moet afstand gedaan worden van, met gen.