σκεύασμα: Difference between revisions

(6_21)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skeyasma
|Transliteration C=skeyasma
|Beta Code=skeu/asma
|Beta Code=skeu/asma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">preparation, dish</b> of food, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>664</span>; of Deianira's <b class="b3">φίλτρον</b>, Sch.<span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>594</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> in pl., <b class="b2">furniture</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Ju.</span>15.11</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[preparation]], [[dish]] of food, Sch.Ar.''Lys.''664; of Deianira's [[φίλτρον]], Sch.S.''Tr.''594.<br><span class="bld">II</span> in plural, [[furniture]], [[LXX]] ''Ju.''15.11.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκεύασμα''': τό, [[προπαρασκευή]], ἑτοιμαχία φαγητοῦ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 664· ἐπὶ τοῦ τῆς Δηϊανείρας φίλτρου, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 594. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., [[συσκευή]], [[ἀποσκευή]], Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙΕ΄, 11).
|lstext='''σκεύασμα''': τό, [[προπαρασκευή]], ἑτοιμαχία φαγητοῦ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 664· ἐπὶ τοῦ τῆς Δηϊανείρας φίλτρου, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 594. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., [[συσκευή]], [[ἀποσκευή]], Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙΕ΄, 11).
}}
{{grml
|mltxt=-ατος, το ΝΑ [[σκευάζω]]<br />[[σύνθεμα]] φαρμακευτικών ουσιών που χρησιμοποιείται στη θεραπευτική<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «βιταμινούχο [[σκεύασμα]]» — [[σκεύασμα]] που περιέχει βιταμίνες<br /><b>μσν.</b><br />ιατρική [[συνταγή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρασκευή]], [[ετοιμασία]] φαγητού<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ σκευάσματα</i><br />αποσκευές ή έπιπλα («ἔδωκαν... [[πάντα]] τὰ ἀργυρώματα καὶ τὰ ὄλκια καὶ [[πάντα]] τὰ σκευάσματα αὐτοῦ», ΠΔ).
}}
}}

Latest revision as of 10:51, 25 August 2023

English (LSJ)

-ατος, τό,
A preparation, dish of food, Sch.Ar.Lys.664; of Deianira's φίλτρον, Sch.S.Tr.594.
II in plural, furniture, LXX Ju.15.11.

German (Pape)

[Seite 893] τό, das Zubereitete. Auch = σκευασία, Schol. Ar. Lys. 664.

Greek (Liddell-Scott)

σκεύασμα: τό, προπαρασκευή, ἑτοιμαχία φαγητοῦ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 664· ἐπὶ τοῦ τῆς Δηϊανείρας φίλτρου, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 594. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., συσκευή, ἀποσκευή, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙΕ΄, 11).

Greek Monolingual

-ατος, το ΝΑ σκευάζω
σύνθεμα φαρμακευτικών ουσιών που χρησιμοποιείται στη θεραπευτική
νεοελλ.
φρ. «βιταμινούχο σκεύασμα» — σκεύασμα που περιέχει βιταμίνες
μσν.
ιατρική συνταγή
αρχ.
1. παρασκευή, ετοιμασία φαγητού
2. στον πληθ. τὰ σκευάσματα
αποσκευές ή έπιπλα («ἔδωκαν... πάντα τὰ ἀργυρώματα καὶ τὰ ὄλκια καὶ πάντα τὰ σκευάσματα αὐτοῦ», ΠΔ).