κροτάλια: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
(6_22)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=krotalia
|Transliteration C=krotalia
|Beta Code=krota/lia
|Beta Code=krota/lia
|Definition=[<b class="b3">ᾰλ], ων, τά</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">ear-rings with pendants of pearl</b>, which <b class="b2">rattled</b> against each other, <span class="bibl">Petron.67</span>, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>9.114</span>.</span>
|Definition=[ᾰλ], ων, τά, [[earrings with pendants of pearl]], which [[rattle]]d against each other, Petron.67, Plin.''HN''9.114.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κροτάλια''': -ων, τά, ἐνώτια μετ' ἐξαρτημάτων ἐκ μαργαριτῶν, ἅτινα πρὸς ἄλληλα συγκρουόμενα ἐκρότουν, Πετρών. 67. 9, Πλίν. 9. 56.
|lstext='''κροτάλια''': -ων, τά, ἐνώτια μετ' ἐξαρτημάτων ἐκ μαργαριτῶν, ἅτινα πρὸς ἄλληλα συγκρουόμενα ἐκρότουν, Πετρών. 67. 9, Πλίν. 9. 56.
}}
{{grml
|mltxt=[[κροτάλια]], τὰ (Α) [[κρόταλον]]<br />σκουλαρίκια με εξαρτήματα από μαργαριτάρια που έκαναν χαρακτηριστικό ήχο όταν χτυπούσαν [[μεταξύ]] τους.
}}
}}

Latest revision as of 11:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροτάλια Medium diacritics: κροτάλια Low diacritics: κροτάλια Capitals: ΚΡΟΤΑΛΙΑ
Transliteration A: krotália Transliteration B: krotalia Transliteration C: krotalia Beta Code: krota/lia

English (LSJ)

[ᾰλ], ων, τά, earrings with pendants of pearl, which rattled against each other, Petron.67, Plin.HN9.114.

German (Pape)

[Seite 1513] τά, zwei od. mehr Perlen, die im Ohre getragen werden u. durch Aneinanderschlagen klappern, Plin. H. N. 9, 35.

Greek (Liddell-Scott)

κροτάλια: -ων, τά, ἐνώτια μετ' ἐξαρτημάτων ἐκ μαργαριτῶν, ἅτινα πρὸς ἄλληλα συγκρουόμενα ἐκρότουν, Πετρών. 67. 9, Πλίν. 9. 56.

Greek Monolingual

κροτάλια, τὰ (Α) κρόταλον
σκουλαρίκια με εξαρτήματα από μαργαριτάρια που έκαναν χαρακτηριστικό ήχο όταν χτυπούσαν μεταξύ τους.