κροτάλια

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροτάλια Medium diacritics: κροτάλια Low diacritics: κροτάλια Capitals: ΚΡΟΤΑΛΙΑ
Transliteration A: krotália Transliteration B: krotalia Transliteration C: krotalia Beta Code: krota/lia

English (LSJ)

[ᾰλ], ων, τά, earrings with pendants of pearl, which rattled against each other, Petron.67, Plin.HN9.114.

German (Pape)

[Seite 1513] τά, zwei od. mehr Perlen, die im Ohre getragen werden u. durch Aneinanderschlagen klappern, Plin. H. N. 9, 35.

Greek (Liddell-Scott)

κροτάλια: -ων, τά, ἐνώτια μετ' ἐξαρτημάτων ἐκ μαργαριτῶν, ἅτινα πρὸς ἄλληλα συγκρουόμενα ἐκρότουν, Πετρών. 67. 9, Πλίν. 9. 56.

Greek Monolingual

κροτάλια, τὰ (Α) κρόταλον
σκουλαρίκια με εξαρτήματα από μαργαριτάρια που έκαναν χαρακτηριστικό ήχο όταν χτυπούσαν μεταξύ τους.