ζωύφιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(6_22)
 
(CSV import)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζωύφιον''': ῠ, τό, ὑποκορ. τοῦ [[ζῷον]], [[ζῴδιον]], Ἀθήν. 210C, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 41.
|lstext='''ζωύφιον''': ῠ, τό, ὑποκορ. τοῦ [[ζῷον]], [[ζῴδιον]], Ἀθήν. 210C, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 41.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ὑποκοριστικό τοῦ [[ζῷον]] ἀπό τό ζήω-ζῶ. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη [[ζωή]]. Η
}}
{{
|=Ἦτα
}}
}}

Latest revision as of 15:20, 14 October 2022

Greek (Liddell-Scott)

ζωύφιον: ῠ, τό, ὑποκορ. τοῦ ζῷον, ζῴδιον, Ἀθήν. 210C, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 41.

Mantoulidis Etymological

Ὑποκοριστικό τοῦ ζῷον ἀπό τό ζήω-ζῶ. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη ζωή. Η {{ |=Ἦτα }}