νεκταρόβρυτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source
(6_17)
 
(26)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεκταρόβρυτος''': -ον, ὁ βρύων [[νέκταρ]], Ἰω. Εὐγενικ. Διακον. Cod. Par. 2075, fol. 595 r0.
|lstext='''νεκταρόβρυτος''': -ον, ὁ βρύων [[νέκταρ]], Ἰω. Εὐγενικ. Διακον. Cod. Par. 2075, fol. 595 r0.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεκταρόβρυτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] [[νέκταρ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέκταρ]], -<i>αρος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βρύω]] «[[ξεχειλίζω]], [[είμαι]] [[άφθονος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ωκεανό</i>-<i>βρυτος χαριτό</i>-<i>βρυτος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:02, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νεκταρόβρυτος: -ον, ὁ βρύων νέκταρ, Ἰω. Εὐγενικ. Διακον. Cod. Par. 2075, fol. 595 r0.

Greek Monolingual

νεκταρόβρυτος, -ον (Μ)
αυτός που είναι γεμάτος νέκταρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ, -αρος + -βρυτος (< βρύω «ξεχειλίζω, είμαι άφθονος»), πρβλ. ωκεανό-βρυτος χαριτό-βρυτος].