χειρολάβος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειρολάβος''': -ον, ὁ ὑποστηρίζων τὴν χεῖρα, χειρουργικὴ [[σφενδόνη]] δι’ ἧς ὑποστηρίζεται πάσχουσα [[χείρ]], ἴδε [[σφενδόνη]] ΙΙ, 1, Cocch. Chirurgg. Vett. 28. | |lstext='''χειρολάβος''': -ον, ὁ ὑποστηρίζων τὴν χεῖρα, χειρουργικὴ [[σφενδόνη]] δι’ ἧς ὑποστηρίζεται πάσχουσα [[χείρ]], ἴδε [[σφενδόνη]] ΙΙ, 1, Cocch. Chirurgg. Vett. 28. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[επίδεσμος]] από τον οποίο στηρίζεται τραυματισμένο [[χέρι]], κν. [[κούνια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λάβος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαβ</i>- του [[λαμβάνω]], <b>πρβλ.</b> αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>λαβ</i>-<i>ον</i>), [[πρβλ]]. [[ἐργολάβος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:05, 10 May 2023
Greek (Liddell-Scott)
χειρολάβος: -ον, ὁ ὑποστηρίζων τὴν χεῖρα, χειρουργικὴ σφενδόνη δι’ ἧς ὑποστηρίζεται πάσχουσα χείρ, ἴδε σφενδόνη ΙΙ, 1, Cocch. Chirurgg. Vett. 28.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
επίδεσμος από τον οποίο στηρίζεται τραυματισμένο χέρι, κν. κούνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -λάβος (< θ. λαβ- του λαμβάνω, πρβλ. αόρ. β' ἔ-λαβ-ον), πρβλ. ἐργολάβος].