ἐργολάβος

From LSJ

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source

German (Pape)

[Seite 1020] der Arbeit für einen gewissen Lohn übernimmt, Plat. Rep. II, 373 c; τοῦ ἀγάλματος Plut. Pericl. 31, u. Sp. öfter, z. B. δίκης, Advokat, Themist.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
entrepreneur à forfait.
Étymologie: ἔργον, λαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐργολάβος:
I (ᾰ) ὁ
1 принимающий заказ, берущийся сделать: ἐ. εἶναι τοῦ ἀγάλματος Plut. принять на себя изготовление статуи;
2 ремесленник, рабочий Plat., Plut.
выгодный, прибыльный Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἐργολάβος: ᾰ, ὁ, ὁ συμβαλλόμενος πρὸς ἐκτέλεσιν ἔργου τινός, ὁ ἀναλαμβάνων τὴν ἐκτέλεσιν ἔργου ἐπὶ ὡρισμένῳ χρηματικῷ ποσῷ, Λατ. conductor, redemptor, ἀντίθετον τῷ ἐργοδότης, Πλάτ. Πολ. 373C, Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 32· τοῦ ἀγάλματος, πρὸς κατασκευὴν αὐτοῦ, Πλουτ. Περικλ. 31· ἐργ. δίκης, συνήγορος, Θεμίστ. 260Β, Πολυδ. Ζ΄, 182. ΙΙ. ἐργολάβους προσφέρουσι τὰς τοιαύτας χάριτας κέρδους ἢ χρηματισμοῦ ἕνεκα Πολυβ. Ἐκλογ. Βατ. 410. ― Κατὰ Σουΐδ.: «ἐργολάβος· οὐχ ὥσπερ ἐν τῇ συνηθείᾳ δοκοῦμεν ἐργολάβον καλεῖν τὸν ὑπὲρ τινῶν ἔργων μισθὸν λαμβάνοντα καὶ ἔχοντα τοὺς συνεργαζομένους, οὕτω καὶ οἱ ῥήτορες ἐξεδέξαντο τὸν ἐργολάβον, ἀλλ’ ἐπὶ φλαύρων πραγμάτων χρῶνται τῷ ὀνόματι».

Greek Monolingual

ο (AM ἐργολάβος)
αυτός που αναλαμβάνει την εκτέλεση έργου με ορισμένη αμοιβή
νεοελλ.
1. εκείνος που έχει ως επάγγελμα την εργολαβία, την ανάληψη της εκτέλεσης έργων με ορισμένη αμοιβή
2. επιρρεπής σε ερωτοτροπία
3. γλυκό με αμύγδαλα και ασπράδι αβγού
αρχ.
ως επίθ. κερδοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έργο + -λαβ-ος από θ. λαβ- (πρβλ. αόρ. β’ έ-λαβ-ον) (λαβ-ή), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. δικολάβος)].

Greek Monotonic

ἐργολάβος: ὁ (λᾰβεῖν), αυτός που αναλαμβάνει την εκτέλεση ορισμένου έργου, εργολάβος, Λατ. conductor, redemptor, αντίθ. προς το ἐργοδότης, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἐργο-λάβος, ὁ, [λᾰβεῖν]
one who contracts for the execution of work, a contractor, Lat. conductor, redemptor, opp. to ἐργοδότης, Plat.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἀναλαμβάνει τήν ἐκτέλεση ἔργου). Σύνθετο ἀπό τό ἔργον + ρίζα λαβ- τοῦ λαμβάνω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στά ρήματα ἐργάζομαι καί λαμβάνω.