ἀπερίφρακτος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
(6_18) |
(big3_5) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπερίφρακτος''': -ον, ὁ μὴ περιπεφραγμένος, μεταφορ. [[ἀπροστάτευτος]], Βασ. τ. 1. σ. 940D. | |lstext='''ἀπερίφρακτος''': -ον, ὁ μὴ περιπεφραγμένος, μεταφορ. [[ἀπροστάτευτος]], Βασ. τ. 1. σ. 940D. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[no amurallado]], [[carente de protección]] fig. οὐκ ἀ. καταλιμπάνων τὸν [[ἑαυτοῦ]] λαόν, ἀλλὰ μιᾷ περιλαμβάνων αὐλῇ Basil.M.30.356A, del alma, Ephr.Syr.3.212E. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:04, 21 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίφρακτος: -ον, ὁ μὴ περιπεφραγμένος, μεταφορ. ἀπροστάτευτος, Βασ. τ. 1. σ. 940D.
Spanish (DGE)
-ον
no amurallado, carente de protección fig. οὐκ ἀ. καταλιμπάνων τὸν ἑαυτοῦ λαόν, ἀλλὰ μιᾷ περιλαμβάνων αὐλῇ Basil.M.30.356A, del alma, Ephr.Syr.3.212E.