ζωστηροκλέπτης: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=zostirokleptis | |Transliteration C=zostirokleptis | ||
|Beta Code=zwsthrokle/pths | |Beta Code=zwsthrokle/pths | ||
|Definition= | |Definition=ζωστηροκλέπτου, ὁ, [[one who steals belts]], Lyc.1329. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζωστηροκλέπτης''': -ου, ὁ, ὁ [[κλέπτης]] ζωστῆρος ἢ ζωστήρων, Λυκόφρ. 1329. | |lstext='''ζωστηροκλέπτης''': -ου, ὁ, ὁ [[κλέπτης]] ζωστῆρος ἢ ζωστήρων, Λυκόφρ. 1329. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ζωστηροκλέπτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κλέβει ζωστήρα και ειδ. αυτός που άρπαξε τον ζωστήρα της βασίλισσας τών Αμαζόνων. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:35, 25 August 2023
English (LSJ)
ζωστηροκλέπτου, ὁ, one who steals belts, Lyc.1329.
German (Pape)
[Seite 1145] ὁ, der Gürteldieb, der den Gürtel der Amazonenköniginn raubte, Lycophr. 1329.
Greek (Liddell-Scott)
ζωστηροκλέπτης: -ου, ὁ, ὁ κλέπτης ζωστῆρος ἢ ζωστήρων, Λυκόφρ. 1329.
Greek Monolingual
ζωστηροκλέπτης, ὁ (Α)
αυτός που κλέβει ζωστήρα και ειδ. αυτός που άρπαξε τον ζωστήρα της βασίλισσας τών Αμαζόνων.