παλίμπεμπτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
(6_17)
(30)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''παλίμπεμπτος''': -ον, ὁ [[ὀπίσω]] πεμφθείς, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notices des Mss. 8, σ. 147.
|lstext='''παλίμπεμπτος''': -ον, ὁ [[ὀπίσω]] πεμφθείς, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notices des Mss. 8, σ. 147.
}}
{{grml
|mltxt=[[παλίμπεμπτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει σταλεί [[πίσω]], αυτός που έχει επιστραφεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[πεμπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέμπω]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:12, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 448] zurückgeschickt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παλίμπεμπτος: -ον, ὁ ὀπίσω πεμφθείς, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notices des Mss. 8, σ. 147.

Greek Monolingual

παλίμπεμπτος, -ον (Μ)
αυτός που έχει σταλεί πίσω, αυτός που έχει επιστραφεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πεμπτός (< πέμπω)].