ἀνέλικτος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(CSV1)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aneliktos
|Transliteration C=aneliktos
|Beta Code=a)ne/liktos
|Beta Code=a)ne/liktos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">without turns</b> or <b class="b2">twists</b>, <span class="bibl">Aret. <span class="title">CD</span>1.4</span>, <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>5.3</span>.</span>
|Definition=ἀνέλικτον, [[without turns]] or [[twists]], Aret. ''CD''1.4, Gal.''UP''5.3.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no tiene vueltas]] de intestinos, Gal.3.345, Aret.<i>CD</i> 1.4.9.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br />όποιος μπορεί να παρουσιάσει [[ανέλιξη]], ο εξελίξιμος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανελίσσω]]. Η λ. μαρτυρείται στο <i>Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό</i> (1889, 1898)].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνέλικτος]], -ον) [[ελίσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν μπορεί να έχει [[ανέλιξη]], δεν μπορεί να εξελιχθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>Ιατρ.</b> [[εκείνος]] που δεν παρουσιάζει συστροφές ή περιστροφές.
}}
}}

Latest revision as of 11:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέλικτος Medium diacritics: ἀνέλικτος Low diacritics: ανέλικτος Capitals: ΑΝΕΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: anéliktos Transliteration B: aneliktos Transliteration C: aneliktos Beta Code: a)ne/liktos

English (LSJ)

ἀνέλικτον, without turns or twists, Aret. CD1.4, Gal.UP5.3.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene vueltas de intestinos, Gal.3.345, Aret.CD 1.4.9.

Greek Monolingual

-ή, -ό
όποιος μπορεί να παρουσιάσει ανέλιξη, ο εξελίξιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανελίσσω. Η λ. μαρτυρείται στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό (1889, 1898)].

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνέλικτος, -ον) ελίσσω
νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί να έχει ανέλιξη, δεν μπορεί να εξελιχθεί
αρχ.
Ιατρ. εκείνος που δεν παρουσιάζει συστροφές ή περιστροφές.