ἐπιβείομεν: Difference between revisions

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
(6_6)
 
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>1ᵉ pl. épq. sbj. ao.2 de</i> [[ἐπιβαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιβείομεν:''' эп. (= ἐπιβῶμεν) 1 л. pl. conjct. к [[ἐπιβαίνω]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιβείομεν''': Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ -βῶμεν, καὶ ἐπιβήμεναι ἀντὶ τοῦ -βῆναι, ἴδε [[ἐπιβαίνω]].
|lstext='''ἐπιβείομεν''': Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ -βῶμεν, καὶ ἐπιβήμεναι ἀντὶ τοῦ -βῆναι, ἴδε [[ἐπιβαίνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιβείομεν:''' Επικ. αντί <i>-βῶμεν</i>, υποτ. αορ. βʹ του [[ἐπιβαίνω]]· [[ἐπιβήμεναι]], απαρ. Επικ. αντί -[[βῆναι]].
}}
}}

Latest revision as of 19:45, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. épq. sbj. ao.2 de ἐπιβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβείομεν: эп. (= ἐπιβῶμεν) 1 л. pl. conjct. к ἐπιβαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβείομεν: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ -βῶμεν, καὶ ἐπιβήμεναι ἀντὶ τοῦ -βῆναι, ἴδε ἐπιβαίνω.

Greek Monotonic

ἐπιβείομεν: Επικ. αντί -βῶμεν, υποτ. αορ. βʹ του ἐπιβαίνω· ἐπιβήμεναι, απαρ. Επικ. αντί -βῆναι.