τρύγημα: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
(6_22)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trygima
|Transliteration C=trygima
|Beta Code=tru/ghma
|Beta Code=tru/ghma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">crop</b>, of honey, Atticista ined. ap. Ruhnk.<span class="title">Tim.</span> s.v. [[βλίττειν]].</span>
|Definition=-ατος, τό, [[crop]], of honey, Atticista ined. ap. Ruhnk.''Tim.'' [[sub verbo|s.v.]] [[βλίττειν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρύγημα''': τό, ὡς καὶ νῦν, [[τρύγημα]], [[συγκομιδή]], τὸ τῶν [[κηρίων]] [[τρύγημα]] βλίττειν λέγουσι Ruhnk εἰς Τίμαιον ἐν λέξει βλίττειν.
|lstext='''τρύγημα''': τό, ὡς καὶ νῦν, [[τρύγημα]], [[συγκομιδή]], τὸ τῶν [[κηρίων]] [[τρύγημα]] βλίττειν λέγουσι Ruhnk εἰς Τίμαιον ἐν λέξει βλίττειν.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [<i>τρυγῶ</i> (Ι)]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[τρυγώ]], η [[συγκομιδή]] καρπών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]]) [[συγκομιδή]] σταφυλιών, [[τρύγος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> επιτήδεια [[απόσπαση]] χρημάτων από κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />η [[συγκέντρωση]] του μελιού από τις κυψέλες.
}}
}}

Latest revision as of 11:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρύγημα Medium diacritics: τρύγημα Low diacritics: τρύγημα Capitals: ΤΡΥΓΗΜΑ
Transliteration A: trýgēma Transliteration B: trygēma Transliteration C: trygima Beta Code: tru/ghma

English (LSJ)

-ατος, τό, crop, of honey, Atticista ined. ap. Ruhnk.Tim. s.v. βλίττειν.

Greek (Liddell-Scott)

τρύγημα: τό, ὡς καὶ νῦν, τρύγημα, συγκομιδή, τὸ τῶν κηρίων τρύγημα βλίττειν λέγουσι Ruhnk εἰς Τίμαιον ἐν λέξει βλίττειν.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ [τρυγῶ (Ι)]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τρυγώ, η συγκομιδή καρπών
νεοελλ.
1. (κυρίως) συγκομιδή σταφυλιών, τρύγος
2. μτφ. επιτήδεια απόσπαση χρημάτων από κάποιον
αρχ.
η συγκέντρωση του μελιού από τις κυψέλες.